Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

Πρόγραμμα παρουσιάσεων του βιβλίου

ΤΑ ΒΙΟΛΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΔΡΑΣ

1. Θεσσαλονίκη
Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης
Σάββατο 31 Μαΐου 2008, ώρα 9μ.μ.
HELEXPO
Περίπτερο 15, Αίθουσα Μ.Καραγάτσης
Το βιβλίο παρουσιάζει ο Θοδωρής Καράογλου, βουλευτής Β Θεσσαλονίκης

2. Λάρισα.
Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008 ώρα 9 μ.μ.
Χώρος Χατζηγιάνειο Πνευματικό Κέντρο
Το βιβλίο παρουσιάζουν :
Έκτορας Νασιώκας, βουλευτής ν. Λάρισας
Μαρία Καμηλαράκη, πολιτευτής, Πολιτικός Μηχ/κός ΕΜΠ, εκπ/κός
Συντονίζει η Νανά Μαυραντζά, δικηγόρος
Αφηγήτρια: Βίβιαν Δούφα
Θα παίξει βιολί ο Θανάσης Ζιώζιας, λαούτο ο Χρήστος Καλαμπούκας και θα τραγουδήσει ο Παύλος Λάλος

3.Αθήνα
Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008 ώρα 6.30

Βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη, Πανεπιστημίου 17
Ομιλητές:
Ανδρέας Λυκουρέντζος, Υφυπουργός Παιδείας

Άρης Σφακιαννάκης, Συγγραφέας
Γρηγόρης Τρουλάκης


4.Σχηματάρι
Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008 ώρα 8μ.μ.
Χώρος: Λύκειο Σχηματαρίου
Ομιλητές
Μιχάλης Γιαννάκης Βουλευτής
Νίκος Σαλαγιάννης πρ.Υφυπουργός
Συντονιστής: Καραμπάς Στέλιος, πρόεδρος Πετριλιωτών Σχηματαρίου
Αφηγητής: Χρύσα Χόντζια

5.Καρδίτσα
Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008 ώρα 8μ.μ.
Χώρος Εργατικό κέντρο
Ομιλητές
Σαλαγιάννης Νίκος πρ. υφυπουργός
Τσιάρας Βουλευτής Καρδίτσας
Αφηγητής Βίβιαν Δούφα

6.Νιγρίτα
Τρίτη 10 Ιουνίου 2008 ώρα 8μ.μ.
Χώρος: Αίθουσα Εκδηλώσεων Δημαρχείου
Ομιλητές
Στέλιος Πατσιάνης
Μαρία Αλαχούζου


7.Έδεσσα
Πέμπτη 12/6/08 ,Ώρα 8μ.μ.
Χώρος: Λαογραφική Εταιρεία ν. Πέλλας στο Βαρόσι Έδεσσας
Ομιλητές
Ρουμελιώτης Γιώργος Πρόεδρος Λαογραφικής Εταιρείας ν. Πέλλας
Παναγιωτίδης Γιώργος Υπεύθυνος ΚΕΕ ν. Πέλλας
Ευαγγελίδης Δημήτρης Πρόεδρος Συλλόγου Βιβλιοφίλων Έδεσσας
Συντονίζει: Βαγουρδή Μαρία, Δημοσιογράφος-Εκδότης

8. Τρίκαλα
Τετάρτη 19/6/08 ,Ώρα 8μ.μ.
Χώρος: Βιβλιοπωλείο Κηρήθρες
Ομιλητές
Έλλη Τσιρογιάννη
Βίβιαν Δούφα

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

Είναι έτοιμο!

Αγαπητοί φίλοι.
Μακροχρόνια η αναμονή για μένα, αλλά άξιζε τον κόπο. Σήμερα παραδίδω στους αναγνώστες τα ΒΙΟΛΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΔΡΑΣ, τα βιολιά μου. Σήμερα βγαίνουν στο φως οι ήρωες που για μένα γεννήθηκαν πριν από δύο χρόνια . Είναι περίεργο το πόσο δένεται ο συγγραφέας με τους ήρωες του βιβλίου του. Όλον αυτόν τον καιρό η Λίζα, η Μαργαρίτα, ο Θανασούλας, ο Κίτσος, η Γυαλένια ήταν μέλη της οικογένειάς μου. Ήταν μαζί μου στο σπίτι, στις διακοπές, στη δουλειά, παντού. Μιλούσαν μαζί μου, μου έλεγαν, τους έλεγα... και αυτή η μακροχρόνια συζήτηση είχε σαν αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να νοιώθω ότι κατάλαβα λίγο περισσότερο τα μυστήρια του κόσμου, ότι ανέβηκα έστω και λίγο σαν άνθρωπος .
Σας τους παραδίδω λοιπόν πιστεύοντας ότι έχουν κάτι να πουν σε όλους σας. Η ζωή τους, περιλαμβάνει όλα όσα περιέχει η ζωή του κάθε ανθρώπου: αγώνα για επιβίωση, χαρά, πόνο, έρωτες, λάθη. Εκείνοι έχουν ένα όραμα, έναν θρύλο να τους οδηγεί. Θέλω να ελπίζω ότι η μελωδία των βιολιών μπορεί να αγγίξει και τη δική σας καρδιά, άρκεί να τη βρει ανοιχτή.

Ευχαριστώ τις εκδόσεις Ψυχογιός για την άψογη συνεργασία στην προσπάθεια αυτή. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που σχεδόν όλα τα βιβλία μου ταξιδεύουν με καπετάνιο το Θάνο Ψυχογιό. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Χρήστο Καρρα και τη Χρυσούλα Τσιρούκη για την επιμέλεια, την Χρυσούλα Μπουκουβάλα για το έκπληκτικό εξώφυλλο, την Ελένη Σταυροπούλου για τη σελιδοποίηση και όλους όσους συνέβαλαν για την ολοκλήρωση αυτού του έργου, από το πόστο του ο καθένας.
Ευχαριστώ επίσης τουςκ. Β.Δ. Αναγνωστόπουλο, Άρη Σφακιανάκη και Νίκη Πηλείδου που έκαναν τον κόπο να διαβάσουν το βιβλίο πριν ακόμα κυκλοφορήσει, έτσι ώστε η κριτική τους να μπει στο αυτί του βιβλίου.

Θα ήταν χαρά μου να στείλετε και τις δικές σας απόψεις.

Σάββατο 3 Μαΐου 2008

Όταν το παρελθόν και το παρόν συναντιούνται, όταν το παραμύθι και η πραγματικότητα συμβιώνουν...

Αποσπάσματα από ΤΑ ΒΙΟΛΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΔΡΑΣ
Απόσπασμα 1ο
Έκλεισε τα περισσότερα φώτα, αφήνοντας ανοιχτή μόνο μια λάμπα του σαλονιού και ένα φαναράκι που φώτιζε την εξωτερική πέτρινη σκάλα. Πήραμε από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και την κολοκυθόπιτα και καθίσαμε στην ξύλινη τραπεζαρία της τεράστιας βεράντας του κάτω ορόφου, η οποία, από ότι μπορούσα να μαντέψω μέσα στο πυκνό πλέον σκοτάδι, έβλεπε σ’ όλο το μήκος της κοιλάδας. Η έλλειψη φωτισμού στους δρόμους του χωριού, επέτρεπε στα φώτα του ουρανού να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο με υποστηρικτές αμέτρητες πυγολαμπίδες. Οι μόνοι ήχοι που ερχόταν στα αυτιά μου ήταν ο ήχος του ποταμού, το τραγούδι των τριζονιών και το φουρφούρισμα από δεκάδες νυχτοπεταλούδες που είχαν μαζευτεί γύρω από το φαναράκι. Ξεχνώντας τους ενδοιασμούς μου αφέθηκα να χαλαρώσω, απολαμβάνοντας μια πρωτόγνωρη για μένα γαλήνη.
«Λέω να πάω να ξαπλώσω. Νοιώθω τα πόδια μου πρησμένα», είπα όταν οι αντοχές μου έφτασαν στα όριά τους ».
«Να πας, εγώ περιμένω μια επίσκεψη».
Η προοπτική να κάνω γνωριμίες εκείνη τη στιγμή, δε μου φάνηκε πολύ καλή και παρέμεινα σταθερή στην απόφασή μου να αποσυρθώ. Ξάπλωσα κλείνοντας τα φώτα, αλλά παρά την κούραση, ο ύπνος δεν ερχόταν. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα του δωματίου και βγήκα στη βεράντα να κάνω ένα τσιγάρο. Το δωμάτιο που μου παραχωρήθηκε ήταν η μια από τις τρεις κρεβατοκάμαρες του πάνω ορόφου. Η βεράντα του έβλεπε και εκείνη στην κοιλάδα. Είχα τελειώσει το τσιγάρο και ετοιμαζόμουν να μπω πάλι μέσα, όταν άκουσα βήματα να πλησιάζουν. Προφανώς ερχόταν ο επισκέπτης της Μαργαρίτας. Μια αντρική φιγούρα ξεπήδησε μέσα από το σκοτάδι. Πλησίασα στην άκρη της βεράντας και όταν εκείνος πέρασε μπρος από το φαναράκι της σκάλας, τον γνώρισα. Ήταν ο Δημήτρης, πρώτος ξάδερφος της Μαργαρίτας και ο πρώτος δικός μου εφηβικός έρωτας. Ήταν εφτά χρόνια μεγαλύτερό μας και ζούσε μόνιμα στη Γαλλία. Πόσο καιρό αλήθεια είχα να τον δω; Δεκαπέντε, είκοσι χρόνια; Η εικόνα του, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι κατάφερε να ανασύρει αισθήματα ξεχασμένα. Η καρδιά μου πετάρισε όπως τότε και στη συνέχεια άρχισε να χτυπά δυνατά, πλημμυρίζοντας παράλληλα από εκείνη τη γλυκιά αναστάτωση που μόνο ένα ερωτευμένο παιδί μπορεί να νοιώσει. Ένα ζεστό κύμα ανέβηκε σ’ ολόκληρο το κορμί μου και τα χέρια μου άρχισαν να ιδρώνουν αποκτώντας ένα ελαφρύ τρέμουλο. Χαμογέλασα ικανοποιημένη από την αντίδραση μου. Χρόνια τώρα θεωρούσα ότι ήμουν ανίκανη για κάτι τέτοιο. Μπήκα στο δωμάτιο ενθουσιασμένη, με πρόθεση να κατέβω να τον καλωσορίσω. Έτσι κι αλλιώς ύπνος δεν με έπιανε και η παρουσία του εδώ ήταν η πιο ευχάριστη έκπληξη που θα μπορούσε να με περιμένει.
Έψαχνα στα τυφλά μέσα στο άγνωστο ακόμα δωμάτιο, να βρω το διακόπτη όταν άκουσα καθαρά τη φωνή που κάποτε είχα λατρέψει.
«Τι γίνεται ξαδέρφη;»
«Καλά είμαι, αλλά μη φωνάζεις. Πάνω κοιμάται η Λίζα.»
Το παραδοσιακά φτιαγμένο ξύλινο πάτωμα επέτρεπε να ακούω όλα όσα λέγονταν κάτω στο σαλόνι και τα δάκτυλά μου πάγωσαν πάνω στο διακόπτη, όταν στα αυτιά μου έφτασαν οι επόμενες φράσεις του Δημήτρη.
«Η Λίζα; Πες μου ότι δεν εννοείς τη Λίζα, τη φίλη σου; Δεν θέλω να πιστέψω ότι έκανες τη βλακεία να φέρεις ξένο άτομο στο χωριό τώρα!»
Κάθισα στο κρεβάτι, μέσα στο σκοτάδι. Ο θόρυβος που έκανε η εξώπορτα καθώς έκλεινε μου φανέρωσε ότι εκείνοι βγήκαν έξω, στη βεράντα. Ξάπλωσα, προβληματισμένη. Ποτέ δεν είχα φανερώσει τον έρωτά μου σε εκείνον αλλά πάντα πίστευα ότι με συμπαθούσε πολύ και ήμουν σίγουρη ότι θα χαιρόταν να με δει μετά από τόσα χρόνια. Και γιατί δεν έπρεπε να έρθει ξένος στο χωριό τώρα;
Πέρασε σχεδόν μισή ώρα και τους άκουγα να κουβεντιάζουν σιγά. Δεν ξεχώριζα τι έλεγαν και ούτε ήθελα να μάθω. Η διάθεσή μου είχε χαλάσει πάλι και ένοιωσα μια δυσφορία, κάτι να με πλακώνει... Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα, όσο πιο αθόρυβα μπορούσα και βγήκα έξω. Δεν είχα οπτική επαφή με την κάτω βεράντα. Δεν τόλμησα να ανάψω τσιγάρο για να μην προδώσω την παρουσία μου και τους φέρω σε δύσκολη θέση. Το μόνο που ήθελα ήταν να πάρω αέρα, να ανασάνω…
«Λέω να πάω επάνω, έλεγε εκείνη την ώρα η Μαργαρίτα. Θα έρθεις;»
«Σήμερα; Όχι δε νομίζω, είμαι πολύ κουρασμένος από το ταξίδι».
«Σήμερα Δημήτρη, σήμερα! Αύριο θα είναι πλέον αργά!»
«Κατάλαβα, θέλεις την άδειά τους! Έτσι δεν είναι; Θέλεις την άδειά τους!»
«Εσύ δεν την θέλεις;»
«Μαργαρίτα, εγώ το πήρα απόφαση. Δεν μου αρέσει αυτό που πρόκειται να γίνει, αλλά δεν θα κάνω πίσω».
«Μα καταλαβαίνεις τι κάνουμε; Καταλαβαίνεις; Συμφωνήσαμε όλοι να πεθάνει ένας άνθρωπος!»
«Συμφωνήσαμε, ναι συμφωνήσαμε όλοι, έτσι είναι όπως το είπες. Συμφωνήσαμε και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια».
«Έχουμε περιθώριο μέχρι αύριο… να αλλάξουμε γνώμη, να τον σώσουμε!»
«Μαργαρίτα, αντιμετώπισέ το ψύχραιμα! Θα πεθάνει! Δεν εξαρτάται από εμάς, κατάλαβέ το! Θα γίνει έτσι κι αλλιώς! Άλλος αποφασίζει… και δε θυμάμαι να έφερες αντίρρηση αρχικά! Τι σε έπιασε τώρα;»
Κόλλησα την πλάτη μου στον τοίχο. Το έκανα για να στηριχτώ, για να προφυλαχτώ από την ψύχρα; Δεν ξέρω! Έμεινα όρθια για λίγα δευτερόλεπτα και αμέσως μετά άφησα το βάρος μου να με παρασύρει προς τα κάτω. Βρέθηκα να κάθομαι στα πέτρινα πλακάκια. Αγκάλιασα τα γόνατά μου για να σταματήσω το τρέμουλο. Ανώφελο! Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα ότι έτρεμα ολόκληρη και δεν ήμουν ικανή να κάνω καμιά κίνηση.
«Κλαις;»
Η φωνή του Δημήτρη με τάραξε ακόμα περισσότερο. Η Μαργαρίτα δεν απάντησε αμέσως, κι όταν μίλησε κατάλαβα ότι πραγματικά έκλαιγε.
«Θα πάω επάνω! Θα έρθεις;»
«Άστα αυτά τώρα! Δε θα τους βρεις!»
«Θα πάω!»
«Τότε δε μπορώ να σε αφήσω μόνη. Φακό έχεις;»
Κατάλαβα ότι κατέβαιναν την πέτρινη σκάλα και ευχήθηκα να μη γυρίσουν προς το μέρος μου. Περίμενα ότι θα έπαιρναν το δρόμο προς το χωριό, δεξιά. Εκείνοι όμως φτάνοντας στην αυλόπορτα, έστριψαν αριστερά. Για λίγο χάθηκαν από τα μάτια μου, αλλά σύντομα, είδα τις σιλουέτες τους σκοτεινές, πίσω από το φακό. Τους έβλεπα για δέκα λεπτά περίπου να ανηφορίζουν. Δεν ήμουν σίγουρη αλλά νωρίτερα μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν υπήρχε κανένα σπίτι προς την κατεύθυνση εκείνη. Εξάλλου δεν φαινόταν κανένα φως, κανένα σημάδι. Μόνο ο σκοτεινός όγκος του βουνού.
Ξαφνικά η λάμψη του φακού χάθηκε και μαζί της χάθηκαν και τα δυο ξαδέρφια. Η φράση «Συμφωνήσαμε να πεθάνει ένας άνθρωπος» όλη αυτή την ώρα, ηχούσε στα αυτιά μου, άνοιγε τρύπες και έμπαινε στο κεφάλι μου και εκεί στριφογύριζε…στριφογύριζε… Η Μαργαρίτα δεν θα μπορούσε ποτέ να συμφωνήσει για το θάνατο κανενός! Την ήξερα καλά! Ο Δημήτρης… Εντάξει! Είχα χρόνια να τον δω… αλλά πόσο μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος; Η Μαργαρίτα έκλαιγε… έκλαιγε γιατί κάτι σοβαρό της συνέβαινε, κάτι που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει, κάτι που της προκαλούσε πόνο! Την πονούσε η συγκατάθεσή της… στο θάνατο ενός ανθρώπου! Τι είδους συγκατάθεση και ποιου ανθρώπου! Και γιατί χρειάστηκε να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο;
«Φέτος εγώ θα σου χαλάσω τα σχέδια… πρέπει να πάω στο χωριό… έχουμε κανονίσει κάτι οικογενειακώς» Τι κανόνισαν; Ένα φόνο! Η Μαργαρίτα! Η οικογένειά της! Αδύνατον!
«Θέλεις την άδειά τους!» Ποιους έπρεπε να δει μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, αμέσως μετά από αυτό το πολύωρο ταξίδι; Από ποιους έπρεπε να ζητήσει την άδεια για… για να πεθάνει κάποιος. Πού θα τους έβρισκε; Μέσα στο δάσος;
«Συμφωνήσαμε να πεθάνει ένας άνθρωπος!»
«Συμφωνήσαμε να πεθάνει …
«Συμφωνήσαμε…
Βρήκα το κουράγιο να μπω στο σπίτι και να τρέξω στο μπάνιο. Άφησα το νερό να πέφτει επάνω μου για λίγη ώρα και μετά κουκουλώθηκα στο κρεβάτι. Δεν περίμενα να κοιμηθώ, αλλά έκανα λάθος. Η σύγχυση μπλόκαρε κάθε σκέψη μου και αφού ο εγκέφαλός μου δε μπορούσε να επεξεργαστεί τα νέα δεδομένα, έδωσε εντολή για ύπνο βαθύ.
Το ταξίδι μου έπαιρνε απρόσμενες διαστάσεις, φάνηκε όμως ικανό να επιτύχει το στόχο του από την πρώτη μέρα, αφού με έβγαλε εντελώς από τη ρουτίνα της καθημερινότητας.



Απόσπασμα 2ο
Το μονοπάτι προχωρούσε ανάμεσα σε πουρνάρια και σε έλατα. Τα κλαριά των θάμνων το έκανε αθέατο σε μένα, σημάδι ότι δεν χρησιμοποιούταν συχνά. Ο Δημήτρης όμως ήξερε καλά πού πηγαίναμε. Τα πουρναρόφυλλα και οι ελατοβελόνες δημιουργούσαν ένα παχύ στρώμα επάνω του και δυσκόλευαν το περπάτημά μου. Κάποια στιγμή γλίστρησα και βρέθηκα στην αγκαλιά του .
«Πρέπει να προσέχεις πού πατάς. Δεν είσαι συνηθισμένη σε τέτοιες διαδρομές», με συμβούλεψε κρατώντας με κολλημένη επάνω του.
Έκανα να ξεφύγω αλλά εκείνος με έσφιξε περισσότερο. Στη συνέχεια με το δεξί του χέρι σήκωσε το πηγούνι μου, αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω στα μάτια. Είχαν το χρώμα του ουρανού. Σκέφτηκα ότι ήταν τα πιο ανοιχτόχρωμα μάτια που είχα δει ποτέ σε άνθρωπο. Αυτά τα μάτια με είχαν σημαδέψει, αλλά τα θυμόμουν πιο ζωντανά, πιο χαρούμενα, ενώ τώρα κάτι τα σκίαζε. Τα χρόνια; Οι καταστάσεις; Κάποιο τωρινό πρόβλημα; Δεν ήξερα πολλά πράγματα για τη ζωή του.
«Είναι κρίμα να πάθεις κάτι και να χάσεις το πανηγύρι. Ποιος ξέρει αν θα σου ξαναδοθεί ευκαιρία να το δεις».
Γέλασα για να κρύψω την αμηχανία μου. Ένοιωσα μια περίεργη αναστάτωση σίγουρα όχι δυσάρεστη. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας, ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, δεν γινόταν να τον έχω ξεπεράσει τελείως! Έπιασε το χέρι μου και συνεχίσαμε να προχωράμε έτσι, ώσπου μπροστά μας φάνηκε μια έκταση χωρίς δέντρα. Ήταν ανηφορική και μοιρασμένη σε τρία επίπεδα. Τοιχάκια ύψους ενός μέτρου συγκρατούσαν το κάθε επίπεδο. Με βοήθησε να τα ανέβω και όταν φτάσαμε στο πιο ψηλό σημείο κάθισε σε μια πέτρα. Κάθισα και εγώ δίπλα του.
Το βλέμμα μου στάθηκε στα έλατα της απέναντι κορυφογραμμής, που φάνταζαν σαν πανομοιότυπες φιγούρες χορευτών, πλαισιωμένες από ασπρογάλανα αραχνοϋφαντα πέπλα, έτοιμες να λικνιστούν σε χορό απρόσμενων αέρηδων.
«Είναι φανταστικά εδώ πάνω».
«Μη βιάζεσαι, έχει και καλύτερο».
«Πού;»
«Θα δεις».
Τελικά εκείνο που χόρεψε στο ξαφνικό αεράκι ήταν το καπέλο μου. Ο Δημήτρης σηκώθηκε να το πιάσει. Μαζί με το καπέλο, μου έφερε κι ένα κλαράκι ρίγανη. Πρόσεξα έτσι ότι το μέρος εκεί γύρω ήταν διάσπαρτο από τέτοια φυτά και ξαφνικά το άρωμά τους ξεχώρισε ανάμεσα στα άλλα αρώματα του βουνού.
«Λέω να μαζέψω λίγη», είπα και σηκώθηκα τινάζοντας τη φούστα μου.
«Φυσικά! Επιβάλλεται να μαζέψεις! Να τη δέσεις σε ματσάκια, να την κρεμάσεις να ξεραθεί και να την έχεις το χειμώνα. Έτσι το ζύμωμα μπιφτεκιών θα γίνεται περίπατος στο βουνό. Θα αφήνεις την κουζίνα σου και θα έρχεσαι στην Τσούκα, να αγναντεύεις. Τι θα αγναντεύεις; Από σένα εξαρτάται. Μπορεί απλώς να αγναντεύεις βουνά, πλαγιές, έλατα… Μπορείς όμως εξίσου να αγναντεύεις αυτά που πέρασαν ή αυτά που θα έρθουν. Μοναδικό μέρος η Τσούκα για παρατήρηση! Εσύ και το προς εξέταση αντικείμενο. Πλήρης απουσία των ενδιαμέσων που συνήθως αποσπούν και αποπροσανατολίζουν».
Υπήρχε μια υποψία ειρωνείας στα λόγια του και δεν μπόρεσα να μη ρωτήσω παίρνοντας και εγώ το ίδιο ύφος.
«Εσύ αυτό κάνεις»;
«Όλοι το κάνουμε, αλλά εγώ προσωπικά δε χρειάζομαι συγκεκριμένο ερέθισμα για να μεταφερθώ εδώ. Έχω από τα δώδεκά μου αναπτύξει πλήρως την αντίστοιχη δεξιότητα».
Θυμήθηκα τη συνήθεια της Μαργαρίτας, να βγάζει στις δύσκολες στιγμές κεδρομπούρμπουλα από ένα υφασμάτινο σακουλάκι που έκρυβε στην τσάντα της. Ήξερα ότι τα μάζευε όταν ερχόταν εδώ. Την έβλεπα να τα σπάει με τα νύχια της και να τα φέρνει κοντά στη μύτη της. Όταν την είχα ρωτήσει γιατί το κάνει αυτό, μου είχε απαντήσει ότι η μυρωδιά του κέδρου ανεβάζει τη διάθεσή της.
«Απόδοση ταυτότητας στο προσωπικό καταφύγιο», συμπέρανα απευθυνόμενη στο Δημήτρη. «Η ανάγκη της ασφάλειας των παιδικών χρόνων».



Απόσπασμα 3ο

Μια πομπή σχηματίστηκε μπρος στην πόρτα του αρχοντικού. Πρώτα οι τραγουδιστές και οι οργανοπαίχτες. Πίσω τους δυο καβαλάρηδες. Ο ένας κρατούσε υψωμένο το φλάμπουρο του γάμου το οποίο είχε δεμένα πάνω του τρία κόκκινα μήλα και ο δεύτερος μια ανθοστολισμένη κόφα. Πιο πίσω κοπέλες με πανέρια στολισμένα με λουλούδια κι αυτά. Οι καλεσμένοι δεξιά και αριστερά περίμεναν να βγει η νύφη και να την ακολουθήσουν.
Η πόρτα του αρχοντικού άνοιξε και … εμφανίστηκε ο Ήλιος. Αυτό τουλάχιστον ένοιωσε ο Κίτσος όταν είδε την κοπέλα. Τράβηξε ενστικτωδώς το χαλινάρι του Άσπρου που πήγε να ορμήσει χλιμιντρίζοντας. Το άλογο υπακούοντας κοκάλωσε στη θέση του. Τα μάτια του νέου θάμπωσαν, τα μέλη του μούδιασαν. Χάθηκε ο κόσμος γύρω του, εξαφανίστηκαν οι πάντες. Έβλεπε μόνο τον Ήλιο να περπατά προς το μέρος του. Κάθε βήμα της ασπροφορεμένης κοπέλας την έφερνε πιο κοντά του και θόλωνε το μυαλό του όλο και περισσότερο. Το πρόσωπό της ήταν ολόλευκο σαν πορσελάνη. Τα μαλλιά της χυμένα στους ώμους της, είχαν το χρώμα της φλόγας και ήταν στολισμένα με άσπρους ανθούς. Εκείνη πλησίαζε και ο Κίτσος βυθιζόταν σε έναν κόσμο μαγικό συνάμα και τρομακτικό. Όταν έφτασε αρκετά κοντά του, γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της καταγάλανα και θλιμμένα του τα είπαν όλα σε μια στιγμή και εκείνος κατάλαβε. Δεν είχε το χρόνο να σκεφτεί, να εξετάσει την κατάσταση! Χτύπησε τον Άσπρο μαλακά στα πλευρά και το ζώο ξεχύθηκε. Πλησίασαν την κοπέλα που βλέποντάς τους, άπλωσε τα χέρια. Την άρπαξε ο Κίτσος και την έβαλε να καθίσει μπροστά του, πάνω στο άλογο. Εκείνο σηκώθηκε για λίγο στα μπροστινά του πόδια και αμέσως μετά έγινε άνεμος, πέρασε την πόρτα του κάστρου και χάθηκε στο βουνό. Πίσω του και τα άλλα δυο άλογα των συντρόφων του Κίτσου. Οι φωνές που ακούστηκαν δε φάνηκε να φτάνουν στα αυτιά του παλικαριού. Για πολύ ώρα τίποτα δεν άγγιζε τις αισθήσεις του. Το μόνο που ένοιωθε ήταν τα χέρια της κοπέλας σφιχτοδεμένα στο λαιμό του. Τα έλατα παραμέριζαν μπροστά στον ξέφρενο καλπασμό των αλόγων και έκλειναν αμέσως μετά, κρύβοντας το πέρασμα. Ο ήλιος επιτάχυνε την καθημερινή του διαδρομή για τη δύση. Τα πουλιά σταμάτησαν το τραγούδι τους δίνοντας τη δυνατότητα να ακούγεται ο ήχος της καρδιάς του Κίτσου ώστε να δίνει ρυθμό στον καλπασμό των αλόγων.
Άργησαν να αντιδράσουν οι άνθρωποι του Θεοδωρόπουλου. Δεν ήταν προετοιμασμένοι για μια τέτοια κατάσταση. Μέχρι να σελώσουν τα άλογα, μέχρι να ζωστούν τα κουμπούρια, οι τρεις ξένοι με τη Λιόφωτη είχαν γίνει καπνός. Κανείς δεν ήξερε για πού τράβηξαν. Ούτε μπορούσε κάποιος να δώσει πληροφορίες για την ταυτότητά τους, ούτε ακόμα να τους περιγράψει. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα και αναπάντεχα! Ο άνθρωπος με τον οποίο μίλησαν φοβήθηκε να το αναφέρει μην και θεωρηθεί υπεύθυνος και χάσει το κεφάλι του.
Πενήντα καβαλάρηδες ξεκίνησαν να ψάξουν, αλλά γύρισαν το βράδυ άπραγοι καθώς τα ίχνη των ξένων δε φαινόταν πουθενά. Η απόγνωση τύλιξε τον Θεοδωρόπουλο. Ήταν ανίκανος να κάνει οτιδήποτε. Δεν ήξερε τι! Ο γαμπρός όμως ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δέκα λεπτά μετά την αρπαγή, μάζεψε τους δικούς του, έζεψε τις πολυτελείς άμαξες και εξαφανίστηκε. Κανένας δεν μπήκε στον κόπο να του ζητήσει να περιμένει. Όλοι ήξεραν ότι δε θα τον έπειθαν.


Απόσπασμα 4ο

Στις εικοσιέξι Ιουλίου 1910, ημέρα της Αγίας Παρασκευής ανέβηκε ο Θανασούλας από το πρωί στο μαντρί. Νύχτωσε και δεν έβρισκε το κουράγιο να κατέβει στο σπίτι. Έδιωξε τα παιδιά λέγοντάς τους ότι θα γείρει εκεί, έβρασε λίγο τραχανά, αλλά το κουτάλι έμενε στο χέρι του, χωρίς να βρίσκει το δρόμο για το στόμα του. Έδωσε μια κλωτσιά στο κατσαρόλι και εκείνο πήρε τον κατήφορο και χώθηκε μέσα στα βάτα. Δάκρυσαν τα μάτια του γέροντα. Στο μυαλό του χόρευαν εικόνες από εποχές παλιές, τότε που ήταν στο πλάι του η Παρασκευή. Κάθε χρόνο στη γιορτή της μαζευόταν τα παιδιά, τα εγγόνια, οι γείτονες στο σπίτι τους. Όλο το χρόνο φύλαγαν κρασί για εκείνη τη μέρα κι όταν ερχόταν τα πράγματα βολικά, είχαν κάποιο σφαχτό για το τραπέζι. Αλλά και χωρίς σφαχτό η γιορτή γινόταν πάλι.
«Γέρασα Παρασκευή, εσύ έφυγες, αλλά εγώ τη χρειάζομαι ακόμα την ορμήνια σου», είπε δυνατά ο γέροντας και από τα μάτια του κύλησαν δάκρυα.
«Δεν έφυγα Θανασούλα!»
Δε σήκωσε το κεφάλι ο γέροντας, ούτε έκανε τον κόπο να ψάξει να βρει ποιος του απάντησε. Σκούπισε τα μάτια του μοναχά, θεωρώντας ότι η φωνή βγήκε από το δικό του κεφάλι.
«Έφυγες Παρασκευή και συ και ο γιος μου και το κορίτσι φύγατε και εγώ έμεινα μόνος, χωρίς να μπορώ να βοηθήσω πλέον τα παιδιά », επέμενε πάλι φωναχτά, προσπαθώντας να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
«Δε φύγαμε πατέρα!» Αυτή τη φορά ήταν η φωνή του Κίτσου που του μίλησε.
Δεν αποκρίθηκε ο γέροντας, ούτε όμως έκανε άλλη προσπάθεια να διώξει τις φωνές. Παρέμεινε στη θέση του αφουγκραζόμενος. Ξαφνικά όλα τα μουρμουρίσματα μέσα και έξω από το μυαλό του χάθηκαν. Απόλυτη σιωπή τον μετέφερε σε μια άλλη διάσταση. Σηκώθηκε μες στη σιωπή, πήρε το καντήλι και με κινήσεις που δεν όριζε ο ίδιος, πλησίασε το ξύλινο αμπάρι. Ο ίσκιος του θέριεψε, έμεινε για λίγο πίσω του, τσακισμένος στο σημείο που το πάτωμα συναντούσε κάθετα τον πέτρινο τοίχο και μετά ανέβηκε ψηλότερα. Έπιασε το μάτι του γέροντα την κίνηση της σκιάς. Κάτι σαν προσδοκία πήγε να κατακτήσει το μυαλό του, αλλά υποχώρησε μπρος στην απογοήτευση που πρόλαβε να επανέλθει καθώς, τη στιγμή που γύρισε. άλλαξε θέση μαζί του και η σκιά.
«Εσύ δε χάνεσαι ποτέ», μουρμούρισε ο Θανασούλας μιλώντας στη σκιά του. «Θα μείνεις εδώ να παραδέρνεσαι ανάμεσα σε τούτες τις πέτρες… Αυτές οι πέτρες δε θα σ’ αφήσουν να φύγεις. Ακόμα κι όταν εγώ θα σαπίσω, εσύ θα είσαι εδώ να παλεύεις, να περιμένεις τον Τούρκο, να μετράς τους κόπους μιας ζωής. Εδώ θα μείνεις μια σκιά χωρίς αίμα, χωρίς σάρκα, να σκιάζεις όσους σκιάζονται... »
Τα μαλλιά του μαζί με το άσπρο χρώμα τους, είχαν αποκτήσει μια σκληράδα που τα έκανε να στέκονται σχεδόν ορθά και του έδιναν μια άγρια όψη. Την αγριάδα αυτή την τόνιζε η κάτασπρη κακοκουρεμένη γενειάδα του, γιατί μετά το χαμό των δικών του δεν ξυρίστηκε ξανά, δείχνοντας έτσι το πένθος του. Έκοβε μόνο τα γένια του όταν παραμεγάλωναν, με το ίδιο ψαλίδι που κούρευε τα πρόβατα, τόσο ώστε να μην τον ενοχλούν. Τα μάτια του με τα χρόνια ξάσπρισαν ακόμα πιο πολύ, παίρνοντας το χρώμα του συννεφιασμένου ουρανού. Το κορμί του όμως, όσο σκαμμένο κι αν ήταν, στεκόταν περήφανο. Τα εγγόνια του ορκίζονταν χρόνια αργότερα, ότι αυτός ο γέροντας συνέχισε να ψηλώνει χιλιοστό, χιλιοστό, μέχρι τη μέρα που πέθανε σε αντίθεση με τους άλλους ηλικιωμένους που με τα χρόνια χάνουν ύψος.
Μέσα στο ξύλινο αμπάρι, τυλιγμένο σε ένα βαρύ υφαντό από γιδόμαλλο, ώστε να προστατεύεται από την υγρασία, βρισκόταν το βιολί του Κίτσου. Κανείς δεν το είχε ανοίξει από τη μέρα που ο ίδιος ο Κίτσος το είχε τοποθετήσει εκεί λίγες ώρες πριν από τον θάνατό του. Το πήρε στα χέρια του ο Θανασούλας και ένοιωσε τον ίδιο θαυμασμό που είχε νοιώσει εξήντα χρόνια πριν, όταν το πρωτοκράτησε σε κείνο το χάνι της Ηπείρου. Ακούμπησε το δοξάρι πάνω στις χορδές… Ένα βουητό ακούστηκε να έρχεται από τη μεριά της χαράδρας, ένα βουητό σα ν’ άνοιξε η γη κι ο ουρανός μαζι, ένα βουητό που τον ανάγκασε να αφήσει το βιολί κάτω και να βγει έξω από την πόρτα της καλύβας. Ώσπου εκείνος να βγει, το βουητό σταμάτησε και η σιωπή που το διαδέχτηκε κράτησε μόνο δευτερόλεπτα. Αμέσως μετά ακούστηκε μια μελωδία σταλμένη από ψηλά, μέσα από τη χαράδρα, ίδια με εκείνη που έστελνε το βιολί του γιου του, τα χρόνια που εκείνος ζούσε με τους κλέφτες στην Μονόπλατη. Αυτή τη φορά όμως η μουσική γινόταν σιγά σιγά όλο και πιο καθαρή, πιο δυνατή, σα να πλησίαζε ένας οργανοπαίχτης στο άγριο τούτο μέρος, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, ένας οργανοπαίχτης σταλμένος από άλλο κόσμο.
Ανατρίχιασε ο γέροντας. Έριξε μια ματιά στην καλύβα, είδε το βιολί παρατημένο πάνω στο στρώμα του. Δίστασε για λίγο και τελικά πλησίασε, το τύλιξε και το έβαλε πίσω στη θέση του, έκλεισε το αμπάρι και περίμενε. Η μουσική όμως συνεχιζόταν ακόμα πιο δυνατά. Και αυτή τη φορά συνοδευόταν από …τη φωνή της Γυαλένιας.
Όσο φόβο είχε μέσα του ο Θανασούλας τον είχε ξοδέψει χρόνια πριν, τίποτα χειρότερο δεν μπορούσε να περιμένει από αυτά που ήδη του είχαν συμβεί, τίποτα απολύτως δεν μπορούσε να τον τρομάξει, τουλάχιστον από αυτά που αφορούσαν τη δική του ασφάλεια. Η περιέργεια τον έκανε να πάρει το καντήλι και να περάσει πίσω από την καλύβα κατευθυνόμενος προς το βράχο που παλιά ήταν το καραούλι του, από όπου ερχόταν εκείνη τη στιγμή το τραγούδι. Καθώς πλησίαζε το καντήλι έσβησε, αλλά το φως που ερχόταν από εκεί του επέτρεψε να δει καθαρά. Στο βράχο επάνω είδε τον γιο του να κάθεται ολοζώντανος με το βιολί στα χέρια. Το ίδιο βιολί που πριν από λίγα λεπτά εκείνος τύλιξε και έβαλε μέσα στο ξύλινο αμπάρι. Όρθια πίσω του, με τα μαλλιά λυμένα στις πλάτες, φορώντας το άσπρο φουστάνι με το οποίο την είχαν θάψει και με τα λουλούδια στο κεφάλι, η εγγονή του η Γυαλένια τραγουδούσε με την ουράνια φωνή της και μπροστά τους από τη μεριά της χαράδρας, στραμμένη προς το μέρος του, αιωρούταν η Παρασκευή.
«Θα γκρεμιστείς Παρασκευή!»
«Μην ανησυχείς αφέντη, δεν υπάρχουν γκρεμοί στον κόσμο που βρίσκομαι.»