Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

Το σύνδρομο της άδειας φωλιάς

Πήραμε πάλι τα βουνά κι αυτό το σαββατοκύριακο. Εφτά ζευγάρια φίλοι από παλιά. Η εκδρομή κανονίστηκε πολύ εύκολα. Όλοι τους (ζευγάρια μέσης ηλικίας) δεν είχαν πλέον υποχρεώσεις που να τους δεσμεύουν και να τους εμποδίζουν. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΦΥΓΑΝ. Κι αυτό ήταν το θέμα που κυριαρχούσε. Ανασύρθηκαν μνήμες από τα προηγούμενα χρόνια, τότε που όλοι μας παίρναμε τα παιδιά μαζί μας, τότε που μας απασχολούσε η σχολική τους επίδοση, οι εξωσχολικές τους δραστηριότητες, οι φίλοι, η συμπεριφορά τους. Τότε που όλοι τρέχαμε αγχωμένοι, ψάχνοντας μια στιγμή προσωπικής ελευθερίας, μια δυνατότητα απόδρασης.
Τότε που δεν καταλαβαίναμε ότι ήταν μαγικές εκείνες οι στιγμές που τα παίρναμε αγκαλιά στο κρεβάτι να τα κοιμίσουμε, τότε που αγανακτούσαμε απέναντι στις χιλιάδες ερωτήσεις τους.
Ήταν τότε που αγωνιζόμασταν να κτίσουμε τα σπίτια μας, να εδραιωθούμε στη δουλειά, να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον… Νάτο το μέλλον! Τα σπίτια μας, τα εξοχικά μας μεγάλα και άδεια. Η δουλειά πλέον τακτοποιημένη.
Ναι! Αδειάζει ξαφνικά η φωλιά! Η κούραση, οι υποχρεώσεις, δεν σ’ αφήνουν να δεις ότι έρχεται πολύ γρήγορα η στιγμή που το ζευγάρι θα μείνει μόνο. Και το σύνδρομο της άδειας φωλιάς φέρνει θλίψη, κατάθλιψη μερικές φορές, απογοήτευση! Έχει και θετικά στοιχεία βέβαια αυτά όμως συνήθως στο πρώτο διάστημα δεν φαίνονται.
Οι λάθος συμπεριφορές έχουν δυο κατευθύνσεις. Οι γονείς ενδέχεται να γίνουν φορτικοί στα παιδιά (απανωτά τηλέφωνα, έλεγχος, καταπίεση, υπερπροστασία) ή να επιδωθούν μετά μανίας σ’ όλα όσα τα προηγούμενα χρόνια στερήθηκαν (αυτό δεν είναι κακό για τους ίδιους, αρκεί τα παιδιά να μην λάβουν λάθος μηνύματα και νοιώσουν ξαφνικά ότι έχουν εγκαταληφθεί). Όλα θέλουν μέτρο!
Οι ειδικοί λένε ότι είναι μια κρίσιμη περίοδος για το ζευγάρι.
Οι συζυγικές σχέσεις που για ολόκληρα χρόνια κινούνταν γύρω από το ρόλο μητέρας – πατέρα τώρα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν, να ενδυναμώσουν, να έρθουν στην επιφάνεια κοινά σημεία, να αναπτυχθούν προσωπικά ενδιαφέροντα. Η μοναξιά καραδοκεί κι ας έχουν μείνει δύο στο σπίτι!
Το παρακάτω κείμενο το είχα γράψει όταν έφυγε ο πρώτος γιος μου. Είχε δημοσιευτεί στο λογοτεχνικό ημερολόγιο της Γ.Λ.Σ. Γιατί όσο ψύχραιμη κι αν το παίζω με άγγιξε και μένα το σύνδρομο της άδειας φωλιάς, έπιασα τον εαυτό μου να αγωνίζεται να διώξει το δάκρυ που άδικα και αναίτια ήρθε στα μάτια μου κάποιες φορές καθώς τριγυρνώ στις άδειες, τακτοποιημένες πλέον στην τρίχα κρεβατοκάμαρες, όπου παλιά γινόταν χαμός γεμάτες από τις φωνές και τα γέλια των τριών αγοριών μου. Εκείνα άνοιξαν φτερά και πέταξαν. Αυτό ήθελα, αυτός ήταν ο στόχος χρόνων. Να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, να απογαλακτοποιηθούν. Αλλά πώς να το κάνουμε, μάνα ελληνίδα είμαι κι εγώ!


ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΝΑ ΠΩ
Ξεκίνησα να ’ρθω να σου δώσω τις λέξεις που σου μάζευα από τότε που ήσουν μωρό στην κούνια. Τόσο καιρό τις έντυνα, τις στόλιζα... Έπρεπε να το είχα κάνει πριν μπουν ανάμεσά μας τόσα χιλιόμετρα!
Ήρθα και πέρασα έντεκα μέρες καθαρίζοντας το πεντακάθαρο σπίτισου, παρακολουθώντας το διάβασμά σου, μελετώντας τους φίλους σου, χωρίς να μιλάω... Έψαχνα στα τυφλά να βρω την πόρτα της σκέψης σου. Δε σου ζήτησα να μου την ανοίξεις! Σε καμάρωνα, αλλά δεν στο είπα!
Κι όταν χρειάστηκε να φύγω έχασα την πτήση μου. Δεκαπέντε ώρες αναμονής, σε ένα αεροδρόμιο μιας ξένης χώρας, διακόσια χιλιόμετρα μακριά από το πανεπιστήμιό σου. Λίγα σε σχέση με εκείνα που θα μας χωρίζουν αύριο, πολλά για να ξαναγυρίσω εκεί, μονο για κάποιες λέξεις... Και εκείνο το αναθεματισμένο τραγούδι κολλημένο στο μυαλό μου...
«Αχ! Εγώ ήμουνα που το ’στειλα, τζιβαέρι μου, με θελημα δικό μου ...»
Γιε μου, όταν κόβεται ο ομφάλιος λώρος, είναι και για τους δυο επώδυνο αλλά αναγκαίο. Δε σε προετοίμασα... Είσαι όμως δυνατός, τα καταφέρνεις, μου το απέδειξες αυτές τις μέρες...
Εμφανίστηκες μπροστά μου, λίγα λεπτά πριν να επιβιβαστώ τελικά στο αεροπλάνο. Έμαθες από τρίτους για την καθυστέρηση του ταξιδιού μου και έτρεξες.
-Είπα μήπως χρειάζεσαι συνάλλαγμα! είπες.
Δέχτηκα λίγα χρήματα... Γιαυτό δεν ήρθες; Έπιασες το χέρι μου και το έσφιξες δυο τρεις φορές ρυθμικά.Έκανα το ίδιο.
Χρόνια πριν τότε που ήσουν μικρούλης, με είχες ρωτήσει γιατί σφίγγω κάθε τόσο το χεράκι σου όταν το κρατάω.
- Γιατί σ’ αγαπάω, είχα απαντήσει.
Ήταν το μόνο που κατάφερα να σου πω δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια!

Γιώτα Φώτου
Για το λογοτεχνικό ημερολόγιο της ΓΛΣ 2006 με γενικό τίτλο ΚΙ ΕΙΧΑ ΤΟΣΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ