Στις 14-6-2010 παρουσιάστηκε το βιβλίο μου στη Λάρισα.
Η συμμετοχή του κόσμου ήταν μεγάλη και τους ευχαριστώ όλους πολύ.
Για το βιλίο μίλησαν η Πασχαλία Τραυλού και ο Παύλος Λάλος. Αποσπάσματα διάβασε η Βίβιαν Δούφα και συντόνιζε η Νανά Μαυραντζά.
Την εκδήλωση πλαισίωσαν μουσικά ο Παύλος Λάλος στο τραγούδι, ο Θανάσης ζιώζιας στο βιολί και ο Χρήστος Καλαμπούκας στο λαούτο.
Με τη Λίτσα, τη Λίλιαν και τη Μαρία μετά το τέλος της εκδήλωσης
Στα Φάρσαλα η εκδήλωση έγινε στη δημοτική βιβλιοθήκη στις 17-6-2010, με πρωτοβουλία της Αλεξάνδρας Ιακωβάκη. Για το βιβλιο μίλησαν η Δήμητρα Γιαταγάνα, η Κέλλυ Τσουμάνη και η Έφη Στατήρα.
Σάββατο 19 Ιουνίου 2010
Τρίτη 1 Ιουνίου 2010
Το δάκρυ του Κρίνου στα βιβλιοπωλεία
Επιτέλους!
Μετά από ενάμιση χρόνο δουλειάς και αρκετή κούραση ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΟΥ ΚΡΙΝΟΥ, το νέο μου μυθιστόρημα για ενήλικες είναι έτοιμο και από αύριο κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.
Δεν μπορώ να πω καθαρά τι είναι αυτό που νοιώθω σήμερα. Από τη μια μεριά χαίρομαι, νοιώθω ανακουφισμένη που επτέλους έφυγε από μένα. Από την άλλη η γνωστή αγωνία αρχίζει να με κυριεύει. Πώς θα το υποδεχτούν οι αναγνώστες; Τι εντύπωση θα κάνει;
......
Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ που τόσα χρόνια τώρα στηρίζουν το έργο μου και ειδικά την Αγγέλα Σωτηρίου, την Κλειώ Ζαχαριάδη, την Πόπη Γαλάτουλα και όλους όσους δούλεψαν για το βιβλίο.
Οφείλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερο και μέσα από την καρδιά μου το Γιώργο Πάζαλο που φιλοτέχνησε το καταπληκτικό εξώφυλλο και τη Χρυσούλα Τσιρούκη που έκανε την επιμέλεια. (Η τελευταία έχει επιμεληθεί και άλλα βιβλία μου).
Την ιδέα την πήρα από ένα πραγματικό γεγονός που το άκουσα όταν ήμουν μικρή και με στοίχειωνε χρόνια ολόκληρα.Έδωσα όμως τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Έτσι δε γίνεται συνήθως;
Το απόσπασμα που ακολουθεί δεν είναι από τα κύρια σημεία του βιβλίου. Περιγράφει ένα γεγονός, από μια σειρά γεγονότων (ευχάριστα και δυσάρεστα) που ήρθαν το ένα πίσω από το άλλο και άλλαξαν τη ζωή μιας γυναίκας, της Μερόπης. Ή Μερόπη, η Μερόπη μου (πρόκειται για τελείως φανταστικό πρόσωπο)δεν κατάφερε ποτέ να περάσει μέσα από τον πόνο και να συνεχίσει τη ζωή της κι ας εισέπραξε στην πορεία χαμόγελα. Οι ερινύες, πήραν τη μορφή από ένα δάκρυ, ένα δάκρυ από αίμα, που εκείνη το βλέπει στην παλάμη της 60 ολόκληρα χρόνια και άνοιξαν μαζί της πόλεμο διαρκείας. Από τέτοιου είδος πολέμου δεν θα μπορούσε να βγει νικητής εφόσον δεν κατάφερε ποτέ να συγχωρήσει τα δικά της λάθη πρώτα και μετά τα λάθη των άλλων.
Τι έκανε η Μερόπη και την κυνηγούν οι Ερινύες;
Ποιοι είναι στην πραγματικότητα ο Αντώνης και η Μένη στη ζωή των οποίων εκείνη εισέβαλε ξαφνικά.
Τι κρύβεται πίσω από το ανατριχιαστικό άνοιγμα του λόφου;
Γιατί η Μερόπη κρύβει 30 ολόκληρα χρόνια από τη ζωή της;
Ήταν ο Νικήτας ο μοναδικός της έρωτας;
Τα ερωτήματα αυτά ίσως αργούν να απαντηθούν αλλά έχουν απάντηση. Κι αν η απορία σας διαρκέσει ως το τέλος του βιβλίου, συγχωρέστε με, αλλά ήθελα να κρατήσω ζωντανό το ενδιαφέρον σας.
Σας το εμπιστεύομαι λοιπόν και περιμένω τις κριτικές σας.
Απόσπασμα
15
Κι άλλες φορές στη ζωή μου ένιωσα τον ήλιο να
χάνεται. Αυτή τη φορά όμως μαζί με τον ήλιο
έχασα και κάθε ελπίδα για το ξημέρωμα. Είναι
στιγμές που το μυαλό του ανθρώπου θολώνει.Θολώνει και
τότε χάνεται ο έλεγχος των πράξεών του. Γίνεται ένα με το
σκοτάδι, πνίγεται μέσα στη μαυρίλα. Αν είχα μείνει εκεί,
αν μπορούσα να σκεφτώ λογικά, αν δεν έκανα το βήμα που
με έριξε στην Κόλαση, δε θα περνούσα όλα μου τα χρόνια
μέσα στο καμίνι της.
Αν είχα μείνει εκεί, θα έφτανε μια μέρα που το κορι-
τσάκι μου, η Γεθσημανή, θα άπλωνε το χεράκι της κρατώ-
ντας έναν ολόφρεσκο κρίνο. «Για σένα, μανούλα, τον έκο-
ψα», θα μου έλεγε, «γιατί σ’ αγαπάω». Και τότε θα ερχό-
ταν το ξημέρωμα.Όσο κι αν αργούσε θα ερχόταν.
Αλλά ο κρίνος τσαλακώθηκε κι έκλαψε. Εξαιτίας μου.
Και το άλικο δάκρυ του μένει ανεξίτηλο μέσα στην πα-
λάμη μου εξήντα χρόνια τώρα. Κι όσες προσπάθειες κι αν
έκανα, δεν κατάφερα να το σβήσω ούτε για μια στιγμή.
Μαζί μου θα το πάρω φεύγοντας.
Πεπρωμένο και τύχη; Προσωπική ευθύνη; Ποιος μπο-
ρεί να μου απαντήσει; Κανείς!
Ο Ταξιάρχης ανέλαβε να μου φέρει το μαντάτο.Ήταν
απόβραδο κι εγώ είχα βάλει σπασμένα καρύδια μέσα σε
ένα ταψί για να τα καθαρίσω. Η Όλγα δίπλα μου μπάλω-
νε ένα γκρίζο παντελονάκι του Αντώνη που είχε σκιστεί
στα γόνατα. Τα παιδιά έπαιζαν.
Του άνοιξε η αδελφή μου. Εκείνος μπήκε στο σπίτι αμί-
λητος.ΗΌλγα του πρόσφερε μια καρέκλα.Μάζεψα όπως
όπως το ταψί.
«Ήρθες νωρίς, Ταξιάρχη», του είπα. «Ακόμα τα καρύ-
δια καθαρίζω.Θα κάνω μπακλαβά.Έρχεται ο κουμπάρος
σου, Ταξιάρχη, έρχεται ο Νικήτας, με άδεια. Σήμερα έφτα-
σε το γράμμα. Μέχρι αύριο θα πρέπει να είναι κι αυτός
εδώ. Ξέρεις τώρα πώς είναι τα ταχυδρομεία. Απορώ μάλι-
στα που έφτασε το γράμμα πριν από τον ίδιο».
Τα χείλη του τρεμούλιασαν, τα δάκρυα θόλωσαν τα μά-
τια του.
«Τι συμβαίνει, Ταξιάρχη;» Το μυαλό μου πήγε σε καμιά
φασαρία που πιθανόν να έγινε στο χωριό. Κι άλλες φορές
είχε έρθει να μας ειδοποιήσει να έχουμε το νου μας.
«Όλγα, πήγαινε τα παιδιά μέσα». Η φωνή του ήταν πε-
ρίεργα βραχνή.
«Νονέ, να σου πω πρώτα ένα ποίημα που μου έμαθε η
θεία;»ΗΓεθσημανή είχε πιαστεί από το παντελόνι του και
τον τραβούσε. Δεν ήταν συνηθισμένη να την αγνοεί.
«Όχι τώρα, Γεθσημανή μου. Τώρα θα πας με τον Αντω-
νάκη μέσα γιατί θέλω να μιλήσω στη μαμά σου».
«Σε μένα δε θέλεις να μιλήσεις, νονέ;»
Πήρε ηΌλγα τα παιδιά και τα πέρασε στη μέσα κάμα-
ρη. Πρόσεξα πως δεν είχε απομείνει σταλιά αίμα στο πρό-
σωπό της.
«Τι συμβαίνει, Ταξιάρχη;» ρώτησα πάλι, κάνοντας προσπάθεια να διώξω τη μαύρη σκέψη που πήγαινε να κατα-
κλύσει το μυαλό μου.
«Μερόπη, πρέπει να φανείς δυνατή…» Τώρα έκλαιγε
απροκάλυπτα.
Την ερώτηση που δεν τόλμησα να κάνω εγώ την έκανε
ηΌλγα.
«Ο Νικήτας;»
Δεν κοίταξε στιγμή προς το μέρος της. Είχε τα μάτια του
καρφωμένα επάνω μου και…
Γύρισα το βλέμμα μου αλλού. Δεν ήθελα να ακούσω,
δεν ήθελα να τον κοιτάζω, δεν ήθελα να μάθω.Ήθελα μο-
νάχα να ανοίξω την πόρτα και να τον πετάξω έξω.Ήθελα
να συνεχίσω να καθαρίζω τα καρύδια για το γλυκό του κα-
λού μου.Ήθελα να οργανώσω την υποδοχή του. Να στο-
λίσω τους τοίχους με τις ζωγραφιές της κόρης του. Να ετοι-
μαστώ και να τον περιμένω. Να στρώσω το κρεβάτι μας.
Θα τον έκλεινα στην αγκαλιά μου…
«Μερόπη, έπεσαν σε ενέδρα καθώς έρχονταν. Βρέθη-
καν σε λάθος μέρος. Οι άλλοι περίμεναν επίθεση και…»
Πήρα στα χέρια μου ασυναίσθητα το ταψί.Θα έφταναν
άραγε αυτά τα καρύδια για τριάντα φύλλα; Τον ήθελε με
πολλά καρύδια τον μπακλαβά ο αγαπημένος μου.
«Μερόπη…»
ΗΌλγα έπρεπε να το ψήσει. Εγώ δεν μπορούσα να χει-
ριστώ τόσο καλά τη γάστρα όσο εκείνη.
«Μερόπη… χθες…»
Τι μου λέει ο Ταξιάρχης;
Γιατί το παντελονάκι του Αντωνάκη είναι πεσμένο στο
πάτωμα με την κλωστή να κρέμεται από το βελόνι;Πού πή-
γαν τα παιδιά; Πριν από λίγο έπαιζαν…
«…τον έφεραν νεκρό…»
-
Πώς βρέθηκε εδώ ο πατέρας; Πού είμαστε; Κι εκείνη
δίπλα ποια είναι;ΗάλληΜερόπη, η μάνα μου ντυμένη στα
λευκά, όπως σε κείνη την κιτρινισμένη φωτογραφία του
γάμου της που την είχαμε κρεμασμένη δίπλα στο τζάκι, στο
πατρικό μου σπίτι.
«…ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο…»
Κι ο Απόστολος εδώ; Κι εκείνος ντυμένος γαμπρός; Για
την υποδοχή του Νικήτα μου ήρθαν;
«Πατέρα, ο Νικήτας πήρε άδεια, κι εγώ του ετοιμάζω το
γλυκό που του αρέσει. Στολίσαμε το σπίτι με λουλούδια.
Τα παιδιά τα μάζεψαν.Έχουμε γλέντι…»
Τα καρύδια απέκτησαν πρόσωπο. Μου γελούσαν κο-
ρο„δευτικά. Τα πέταξα πέρα. Γέμισε το πάτωμα με καρυ-
δόψιχα.
ΗΌλγα κάθεται στην καρέκλα.Κλαίει.ΟΤαξιάρχης με
αγκαλιάζει. Το στήθος του τραντάζεται από τα αναφιλητά.
Ο Νικήτας, ο άντρας μου, ο μοναδικός μου έρωτας, ο
πατέρας του παιδιού μου, σκοτώθηκε!
Λυγίζω, χάνομαι, πνίγομαι στο σκοτάδι…
Μετά από ενάμιση χρόνο δουλειάς και αρκετή κούραση ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΟΥ ΚΡΙΝΟΥ, το νέο μου μυθιστόρημα για ενήλικες είναι έτοιμο και από αύριο κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.
Δεν μπορώ να πω καθαρά τι είναι αυτό που νοιώθω σήμερα. Από τη μια μεριά χαίρομαι, νοιώθω ανακουφισμένη που επτέλους έφυγε από μένα. Από την άλλη η γνωστή αγωνία αρχίζει να με κυριεύει. Πώς θα το υποδεχτούν οι αναγνώστες; Τι εντύπωση θα κάνει;
......
Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ που τόσα χρόνια τώρα στηρίζουν το έργο μου και ειδικά την Αγγέλα Σωτηρίου, την Κλειώ Ζαχαριάδη, την Πόπη Γαλάτουλα και όλους όσους δούλεψαν για το βιβλίο.
Οφείλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερο και μέσα από την καρδιά μου το Γιώργο Πάζαλο που φιλοτέχνησε το καταπληκτικό εξώφυλλο και τη Χρυσούλα Τσιρούκη που έκανε την επιμέλεια. (Η τελευταία έχει επιμεληθεί και άλλα βιβλία μου).
Την ιδέα την πήρα από ένα πραγματικό γεγονός που το άκουσα όταν ήμουν μικρή και με στοίχειωνε χρόνια ολόκληρα.Έδωσα όμως τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Έτσι δε γίνεται συνήθως;
Το απόσπασμα που ακολουθεί δεν είναι από τα κύρια σημεία του βιβλίου. Περιγράφει ένα γεγονός, από μια σειρά γεγονότων (ευχάριστα και δυσάρεστα) που ήρθαν το ένα πίσω από το άλλο και άλλαξαν τη ζωή μιας γυναίκας, της Μερόπης. Ή Μερόπη, η Μερόπη μου (πρόκειται για τελείως φανταστικό πρόσωπο)δεν κατάφερε ποτέ να περάσει μέσα από τον πόνο και να συνεχίσει τη ζωή της κι ας εισέπραξε στην πορεία χαμόγελα. Οι ερινύες, πήραν τη μορφή από ένα δάκρυ, ένα δάκρυ από αίμα, που εκείνη το βλέπει στην παλάμη της 60 ολόκληρα χρόνια και άνοιξαν μαζί της πόλεμο διαρκείας. Από τέτοιου είδος πολέμου δεν θα μπορούσε να βγει νικητής εφόσον δεν κατάφερε ποτέ να συγχωρήσει τα δικά της λάθη πρώτα και μετά τα λάθη των άλλων.
Τι έκανε η Μερόπη και την κυνηγούν οι Ερινύες;
Ποιοι είναι στην πραγματικότητα ο Αντώνης και η Μένη στη ζωή των οποίων εκείνη εισέβαλε ξαφνικά.
Τι κρύβεται πίσω από το ανατριχιαστικό άνοιγμα του λόφου;
Γιατί η Μερόπη κρύβει 30 ολόκληρα χρόνια από τη ζωή της;
Ήταν ο Νικήτας ο μοναδικός της έρωτας;
Τα ερωτήματα αυτά ίσως αργούν να απαντηθούν αλλά έχουν απάντηση. Κι αν η απορία σας διαρκέσει ως το τέλος του βιβλίου, συγχωρέστε με, αλλά ήθελα να κρατήσω ζωντανό το ενδιαφέρον σας.
Σας το εμπιστεύομαι λοιπόν και περιμένω τις κριτικές σας.
Απόσπασμα
15
Κι άλλες φορές στη ζωή μου ένιωσα τον ήλιο να
χάνεται. Αυτή τη φορά όμως μαζί με τον ήλιο
έχασα και κάθε ελπίδα για το ξημέρωμα. Είναι
στιγμές που το μυαλό του ανθρώπου θολώνει.Θολώνει και
τότε χάνεται ο έλεγχος των πράξεών του. Γίνεται ένα με το
σκοτάδι, πνίγεται μέσα στη μαυρίλα. Αν είχα μείνει εκεί,
αν μπορούσα να σκεφτώ λογικά, αν δεν έκανα το βήμα που
με έριξε στην Κόλαση, δε θα περνούσα όλα μου τα χρόνια
μέσα στο καμίνι της.
Αν είχα μείνει εκεί, θα έφτανε μια μέρα που το κορι-
τσάκι μου, η Γεθσημανή, θα άπλωνε το χεράκι της κρατώ-
ντας έναν ολόφρεσκο κρίνο. «Για σένα, μανούλα, τον έκο-
ψα», θα μου έλεγε, «γιατί σ’ αγαπάω». Και τότε θα ερχό-
ταν το ξημέρωμα.Όσο κι αν αργούσε θα ερχόταν.
Αλλά ο κρίνος τσαλακώθηκε κι έκλαψε. Εξαιτίας μου.
Και το άλικο δάκρυ του μένει ανεξίτηλο μέσα στην πα-
λάμη μου εξήντα χρόνια τώρα. Κι όσες προσπάθειες κι αν
έκανα, δεν κατάφερα να το σβήσω ούτε για μια στιγμή.
Μαζί μου θα το πάρω φεύγοντας.
Πεπρωμένο και τύχη; Προσωπική ευθύνη; Ποιος μπο-
ρεί να μου απαντήσει; Κανείς!
Ο Ταξιάρχης ανέλαβε να μου φέρει το μαντάτο.Ήταν
απόβραδο κι εγώ είχα βάλει σπασμένα καρύδια μέσα σε
ένα ταψί για να τα καθαρίσω. Η Όλγα δίπλα μου μπάλω-
νε ένα γκρίζο παντελονάκι του Αντώνη που είχε σκιστεί
στα γόνατα. Τα παιδιά έπαιζαν.
Του άνοιξε η αδελφή μου. Εκείνος μπήκε στο σπίτι αμί-
λητος.ΗΌλγα του πρόσφερε μια καρέκλα.Μάζεψα όπως
όπως το ταψί.
«Ήρθες νωρίς, Ταξιάρχη», του είπα. «Ακόμα τα καρύ-
δια καθαρίζω.Θα κάνω μπακλαβά.Έρχεται ο κουμπάρος
σου, Ταξιάρχη, έρχεται ο Νικήτας, με άδεια. Σήμερα έφτα-
σε το γράμμα. Μέχρι αύριο θα πρέπει να είναι κι αυτός
εδώ. Ξέρεις τώρα πώς είναι τα ταχυδρομεία. Απορώ μάλι-
στα που έφτασε το γράμμα πριν από τον ίδιο».
Τα χείλη του τρεμούλιασαν, τα δάκρυα θόλωσαν τα μά-
τια του.
«Τι συμβαίνει, Ταξιάρχη;» Το μυαλό μου πήγε σε καμιά
φασαρία που πιθανόν να έγινε στο χωριό. Κι άλλες φορές
είχε έρθει να μας ειδοποιήσει να έχουμε το νου μας.
«Όλγα, πήγαινε τα παιδιά μέσα». Η φωνή του ήταν πε-
ρίεργα βραχνή.
«Νονέ, να σου πω πρώτα ένα ποίημα που μου έμαθε η
θεία;»ΗΓεθσημανή είχε πιαστεί από το παντελόνι του και
τον τραβούσε. Δεν ήταν συνηθισμένη να την αγνοεί.
«Όχι τώρα, Γεθσημανή μου. Τώρα θα πας με τον Αντω-
νάκη μέσα γιατί θέλω να μιλήσω στη μαμά σου».
«Σε μένα δε θέλεις να μιλήσεις, νονέ;»
Πήρε ηΌλγα τα παιδιά και τα πέρασε στη μέσα κάμα-
ρη. Πρόσεξα πως δεν είχε απομείνει σταλιά αίμα στο πρό-
σωπό της.
«Τι συμβαίνει, Ταξιάρχη;» ρώτησα πάλι, κάνοντας προσπάθεια να διώξω τη μαύρη σκέψη που πήγαινε να κατα-
κλύσει το μυαλό μου.
«Μερόπη, πρέπει να φανείς δυνατή…» Τώρα έκλαιγε
απροκάλυπτα.
Την ερώτηση που δεν τόλμησα να κάνω εγώ την έκανε
ηΌλγα.
«Ο Νικήτας;»
Δεν κοίταξε στιγμή προς το μέρος της. Είχε τα μάτια του
καρφωμένα επάνω μου και…
Γύρισα το βλέμμα μου αλλού. Δεν ήθελα να ακούσω,
δεν ήθελα να τον κοιτάζω, δεν ήθελα να μάθω.Ήθελα μο-
νάχα να ανοίξω την πόρτα και να τον πετάξω έξω.Ήθελα
να συνεχίσω να καθαρίζω τα καρύδια για το γλυκό του κα-
λού μου.Ήθελα να οργανώσω την υποδοχή του. Να στο-
λίσω τους τοίχους με τις ζωγραφιές της κόρης του. Να ετοι-
μαστώ και να τον περιμένω. Να στρώσω το κρεβάτι μας.
Θα τον έκλεινα στην αγκαλιά μου…
«Μερόπη, έπεσαν σε ενέδρα καθώς έρχονταν. Βρέθη-
καν σε λάθος μέρος. Οι άλλοι περίμεναν επίθεση και…»
Πήρα στα χέρια μου ασυναίσθητα το ταψί.Θα έφταναν
άραγε αυτά τα καρύδια για τριάντα φύλλα; Τον ήθελε με
πολλά καρύδια τον μπακλαβά ο αγαπημένος μου.
«Μερόπη…»
ΗΌλγα έπρεπε να το ψήσει. Εγώ δεν μπορούσα να χει-
ριστώ τόσο καλά τη γάστρα όσο εκείνη.
«Μερόπη… χθες…»
Τι μου λέει ο Ταξιάρχης;
Γιατί το παντελονάκι του Αντωνάκη είναι πεσμένο στο
πάτωμα με την κλωστή να κρέμεται από το βελόνι;Πού πή-
γαν τα παιδιά; Πριν από λίγο έπαιζαν…
«…τον έφεραν νεκρό…»
-
Πώς βρέθηκε εδώ ο πατέρας; Πού είμαστε; Κι εκείνη
δίπλα ποια είναι;ΗάλληΜερόπη, η μάνα μου ντυμένη στα
λευκά, όπως σε κείνη την κιτρινισμένη φωτογραφία του
γάμου της που την είχαμε κρεμασμένη δίπλα στο τζάκι, στο
πατρικό μου σπίτι.
«…ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο…»
Κι ο Απόστολος εδώ; Κι εκείνος ντυμένος γαμπρός; Για
την υποδοχή του Νικήτα μου ήρθαν;
«Πατέρα, ο Νικήτας πήρε άδεια, κι εγώ του ετοιμάζω το
γλυκό που του αρέσει. Στολίσαμε το σπίτι με λουλούδια.
Τα παιδιά τα μάζεψαν.Έχουμε γλέντι…»
Τα καρύδια απέκτησαν πρόσωπο. Μου γελούσαν κο-
ρο„δευτικά. Τα πέταξα πέρα. Γέμισε το πάτωμα με καρυ-
δόψιχα.
ΗΌλγα κάθεται στην καρέκλα.Κλαίει.ΟΤαξιάρχης με
αγκαλιάζει. Το στήθος του τραντάζεται από τα αναφιλητά.
Ο Νικήτας, ο άντρας μου, ο μοναδικός μου έρωτας, ο
πατέρας του παιδιού μου, σκοτώθηκε!
Λυγίζω, χάνομαι, πνίγομαι στο σκοτάδι…
Απόψεις- Κριτικές
Νίκος Διακογιάννης Τέρα Άμου http://tera-amou.pblogs.gr/2010/07/to-dakry-toy-krinoy-sygklonistiko.html
Το δάκρυ του κρίνου (συγκλονιστικό)
10 Ιου 2010
42 Σχόλια
Αν έπρεπε μέσα σε λίγες γραμμές να συνοψίσω τα στοιχεία-κλειδιά αυτού του βιβλίου, τότε αναμφίβολα αυτά θα ήταν η πρωτοτυπία στη σύλληψη του θέματος, η καλοστημένη δομή (σε σημείο να πιστεύεις ότι έχει ήδη μεταφερθεί στον κινηματογράφο) και η σκηνική οικονομία (δυσεύρετη
πια). Το εξώφυλλο θα το προτιμούσα λίγο διαφορετικό, γιατί δεν τονίζει
την ανθρώπινη παρουσία. Το κοριτσάκι μόλις και μετά βίας διακρίνεται στο
βάθος.
Ευφυής
η συγγραφέας και με γνώση του υλικού που έχει να διαχειριστεί,
αποφασίζει να μας ρίξει από την αρχή κιόλας στον ωκεανό του μυστηρίου.
Το βροχερό τοπίο, οι τάφοι, η κλιμακούμενη αγωνία, μοιάζουν με μικρές,
ανεπαίσθητες πινελιές από έργα της Αγκάθα Κρίστι.
Γιατί
η εκλιπούσα Μερόπη Ζήγρα αναφέρει στη διαθήκη της ότι μόνο τα δυο
βαφτιστήρια της επιθυμεί να παραβρεθούν στην κηδεία; Και γιατί σε ένα
ορεινό, εγκαταλελειμμένο από χρόνια χωριό, με το οποίο άλλωστε ούτε η
ίδια είναι δεμένη; Γιατί έδωσε στη βαφτιστήρα της το όνομα Γεσθημανή
(Μένη); Πώς βρέθηκε από την ορεινή Αρκαδία στην Αμερική των αρχών της
δεκαετίας του '50 και μέσα από ποιες διαδρομές έφτασε να πλουτίσει, να
αποκτήσει δόξα και φήμη με όχημα το πάθος της για την κατασκευή
κοσμημάτων; Και προς τι η εμμονή να σχεδιάζει μονάχα κρίνους;
Πολλά
ακόμα ερωτήματα θα μπορούσα να παραθέσω, όμως δε θέλω σε καμιά
περίπτωση να αποκαλύψω τίποτα που θα σας μειώσει έστω και στο ελάχιστο
την αγωνία, την τέρψη τη λογοτεχνική. που συνεπήραν εμένα. Γι' αυτό,
προτού το αγοράσετε, μην ψάξετε στο διαδίκτυο κάποια εγγραφή
αποκαλυπτική για την υπόθεση.
Ένα διαφορετικό βιβλίο από τις εκδόσεις Ψυχογιός; Ε, ναι! Ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο που αξίζει να αναζητήσετε.
Σ τ α ε ν δ ό τ ε ρ α τ η ς γ ρ α φ ή ς
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη"
α μέρος "το αίνιγμα του λόφου" κεφ. 1-5
Η
αλλόκοτη κηδεία, το αρχοντικό στη Θεσσαλονίκη και μια πρώτη βουτιά στο
χρόνο που αφορά στη γνωριμία του ζεύγους Ζήγρα με τις οικογένειες του
Αντώνη και της Γεσθημανής, την εξέλιξη στις σχέσεις και με κατάληξη τη
βάφτιση των παιδιών.
β μέρος "αναζητώντας τη λύτρωση" κεφ. 6-11
τα
χρόνια της Αμερικής (Βοστώνη), η Μερόπη ως δασκάλα στο σχολείο του
Αγίου Ιωάννη, η γνωριμία με τη Λενιώ, τον Μέμο και γενικά με την
ελληνική παροικία, τα τραγικά συμβάντα που έχουν την αιτία τους στο
γεμάτο μυστικά παρελθόν της ηρωίδας, όταν ως δασκάλα ζούσε στην Αρκαδία
και, τέλο,ς η μεγάλη άνοδος στον επιχειρηματικό τομέα.
γ μέρος "όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ" κεφ. 12-21
οι
μεγάλες αποκαλύψεις είναι γεγονός πια, γραμμένες σε κλειστό φάκελο που
επί τριάντα χρόνια βρισκόταν κλεισμένος σε τραπεζική θυρίδα μαζί με δυο
μικρά κουτάκια, ένα για κάθε βαφτιστήρι της ηρωίδας. Στο τελευταίο
κεφάλαιο περιμένει το λυτρωτικό κλείσιμο της ιστορίας...
Δοσμένη
ολοκληρωτικά στο στήσιμο της ιστορίας της, η συγγραφέας μοιάζει να έχει
τον απόλυτο έλεγχο του θυμικού μας. Γι' αυτό και χειρίζεται τόσο σωστά
το χρόνο και μας καλεί σε ταξίδια στο παρελθόν. Τα ταξίδια αυτά έρχονται
να συμπληρώσουν σταδιακά το παζλ και να αρχίσει έτσι να διαφαίνεται το
μέγα βάθος της ψυχής των ηρώων, οι λόγοι που τους οδήγησαν να πράξουν με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Εντύπωση
προκαλεί η χρήση παράλληλων μονολόγων, όταν στις σελίδες εκείνες πρέπει
να τονιστεί η απομόνωση στον μέσα κόσμο, η ανοιχτή πληγή απο το κακό μαντάτο ή η σκοτοδίνη που κυρίευσε το νου (μαντάτο για το χαμό του Νικήτα στον Εμφύλιο, Θεοδώρα και Μερόπη στο κατάστρωμα του υπερωκεάνιου.)
Από τις σκηνές που θα κρατήσω για πάντα χαραγμένες στην ψυχή είναι:
*τη στιγμή που η Γεσθημανή ανακαλύπτει κάτι φοβερό στο νεκροταφείο,
*το νεοκλασικό στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης, όποτε κι αν αυτό εμφανίζεται στο κείμενο
*το τραγικό συμβάν στο σπίτι της Λενιώς
*την
ατμόσφαιρα από το άσχημο μαντάτο για τον Νικήτα (ταψί με καρύδια,
παράλληλοι μονόλογοι, ερωτήματα των παιδιών, πόνος ψυχικός...)
*Τον πυροβολισμό των παιδιών -λόγω λάθους- από τον εθνικό στρατό
*τον τσαλακωμένο κρίνο στα χέρια της μικρής Γεσθημανής
http://mantapsichogios.blogspot.gr/2010/09/blog-post_12.html12 Σεπτεμβρίου 2010
Το δάκρυ του κρίνου.... της Γιώτας Φώτου (ΨΥΧΟΓΙΟΣ)
Μια που η έκθεση βιβλίου στο Ζάππειο συνεχίζεται και χθες ήταν τόσο όμορφα εκεί με τον κόσμο να πηγαινοέρχεται και ν' αγοράζει βιβλία, λέω να προχωρήσω λίγο πιο γρήγορα και να σας "συστήσω" ακόμα ένα....
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Η
Γεσθημανή Μακρή, η Μένη όπως την φωνάζουν, διακόπτει τις σπουδές της
και έρχεται στην Ελλάδα για την κηδεία της Νονάς της Μερόπης Ζήγρα, παρ’
όλο που είναι πολύ θυμωμένη μαζί της. Η Μερόπη κλείστηκε στο σπίτι της
και δεν ξαναμίλησε σε κανέναν μετά τον θάνατο του άντρα της Μέμου Ζήγρα.
Η Μένη αισθάνθηκε προδομένη, παρ’ όλα αυτά, ένας δικηγόρος την
ενημερώνει για τον θάνατο και τις τελευταίες επιθυμίες της Μερόπης. Λίγο
πριν την κηδεία, η Μένη συναντά και τον Αντώνη Πάσχο, προστατευόμενο
της νονάς της. Πολύ γρήγορα οι δύο νέοι θα διαπιστώσουν ότι ένα μυστήριο
καλύπτει την υπόθεση. Μυστήριο που θα γίνει πιο πυκνό αλλά και
μακάβριο, όταν την ώρα της κηδείας, διαπιστώνουν ότι θα είναι οι μόνοι
που θα την παρακολουθήσουν. Επιπλέον, δίπλα στον τάφο της Μερόπης,
υπάρχουν δύο άλλοι που γράφουν τα ονόματά τους: «Γεσθημανή Μακρή» και
«Αντώνης Πάσχος» τα ονόματα στις δύο παλιές ταφόπλακες. Από κει και μετά
αρχίζουν να ξεδιπλώνουν την συναρπαστική ιστορία μιας γυναίκας που
γρήγορα καταλαβαίνουν πόσο λίγο γνώριζαν τελικά.
Εξαιτίας της φύσης και της δομής του βιβλίου αυτού, δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο παρά μόνον αυτό: ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ!
Η
Γιώτα Φώτου, μετά τα «Βιολιά της χαράδρας» που με είχε συνεπάρει,
προχώρησε σ’ ένα βιβλίο που συγκλονίζει πραγματικά. Απίστευτη πλοκή,
συναρπαστική ιστορία, η Μερόπη συναγωνίζεται επάξια ηρωίδα αρχαίας
τραγωδίας. Δωρικής ομορφιάς η μορφή αυτής της γυναίκας που η μοίρα
στάθηκε πολύ σκληρή στο παιχνίδι που της έπαιξε και κείνη δεν είχε την
δύναμη να παλέψει να κόψει τα νήματα που οι Ερινύες έπλεξαν γύρω της και
την κράτησαν δεμένη μια ζωή. Το δάκρυ του κρίνου στην δεξιά της παλάμη,
αυτό το δάκρυ που μόνο εκείνη έβλεπε και ήταν αρκετό για να μην την
αφήνει να ξεχάσει… Αυτός ο κρίνος που κλεισμένος σ’ ένα κουτί έγινε στην
αρχή ο δρόμος για την καταστροφή της πριν φτάσει να γίνει η λεωφόρος
για την επιτυχία που θα έκανε πραγματικότητα τα όνειρά της για εξιλέωση.
Ένα βιβλίο που θα σας κρατήσει το ενδιαφέρον και δεν θα το αφήσετε πίσω
σας εύκολα. Εγώ πάντως δεν το άφησα…
Πασχαλία Τραυλού (από την παρουσίαση στη Λάρισα)
Πασχαλία Τραυλού (από την παρουσίαση στη Λάρισα)
Το δάκρυ του κρίνου της Γιώτας Φώτου
Το δάκρυ του κρίνου της Γιώτας Φώτου
Λένε ότι χρειάζεται να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια από ένα γεγονός για να μπορέσει η ιστορία να το αντικρίσει αντικειμενικά. Κι αν το συμβάν αποτελεί μια μελανή κηλίδα για έναν τόπο ή για έναν λαό, αν συγκαταλέγεται στα «οικεία κακά» για τα οποία οι άνθρωποι κατεβάζουν τα μάτια στο χώμα και δεν θέλουν να το θυμούνται, τότε μπορεί η ενατένιση της γυμνής αλήθειας ν’ αργήσει κι άλλο επειδή οι πρωταγωνιστές αυτών των ιστορικών στιγμών ή οι απόγονοί τους δεν βρίσκουν εύκολα τη δύναμη να αγγίξουν τις πληγές τους από το φόβο μην ξαναματώσουν ή επειδή επιθυμούν να διαγράψουν από τη μνήμη, θάβοντας βαθιά στον τάφο της λήθης, τις σκιές που τους πονούν.
Υπάρχουν όμως κάποιοι άνθρωποι που τη λήθη τη θεωρούν ως μια λύτρωση που δεν τους αξίζει.
Άνθρωποι που παραδίνονται οι ίδιοι στα χέρια των Ερινυών ψάχνοντας από τη Θεία Δίκη την τιμωρία που δεν τους επιβλήθηκε από τους ανθρώπους.
Άνθρωποι που αδικήθηκαν, πόνεσαν και αδίκησαν στη συνέχεια αναζητώντας την απάλυνση του πόνου στη γεύση της εκδίκησης και τελικά διαπίστωσαν ότι αληθεύει εκείνη η φράση του Χριστού πώς όταν δώσεις μαχαιριά, μαχαιριά θα λάβεις, έστω κι αν πρώτος δέχτηκες την επίθεση του κακού.
Άνθρωποι που δεν παραδίδονται στη ζωή και όσα εκείνη προστάζει, αλλά για να ισορροπήσουν, παιδεύονται να αλλάξουν με κάποιο τρόπο την αίσθηση του τετελεσμένου αντί να τραβήξουν μπροστά.
Είναι εκείνοι που στη ζήση τους αναγκάζονται να παλεύουν με την ίδια τη Λήθη επειδή τη θεωρούν ύβρι για όσους πλήγωσαν ή έχασαν. Εκείνοι που αντί να ξεχάσουν, προτιμούν να εκδικηθούν και πολιτογραφούνται κάτοικοι της κόλασης.
Ένα τέτοιο πλάσμα είναι η βασική ηρωίδα του βιβλίου, η Μερόπη Ζήγρα. Τη γνωρίζουμε στις πρώτες σελίδες ως μια ιδιότροπη, μυστικοπαθή, ενενηντάχρονη γυναίκα που η εκκεντρικότητά της φτάνει στο σημείο να σκηνοθετήσει ως και το θάνατό της. Ορίζει το μέρος της ταφής της, ένα απόμερο, ξεχασμένο εγκαταλελειμμένο χωριό, ορίζει ακόμη και τον τάφο της, ανάμεσα σε δυο άλλους τάφους που φέρουν τα ονόματα των θανόντων Αντώνη Πάσχου και Γεσθημανής Μακρή, χωρίς να είναι διαφανείς οι λόγοι όλης αυτής της μακάβριας σκηνοθεσίας. Και το σημαντικότερο όλων, στο ξόδι της, φροντίζει με επιστολή μέσω του δικηγόρου της να έχει μονάχα δύο ανθρώπους να την ξεπροβοδίσουν: Τον Αντώνη Πάσχο και την Γεσθημανή Μακρή, συνονόματους με τους ομόρους της θανόντες.
Αυτή η εκκεντρικότητα της ηρωίδας αποτελεί και το πρώτο εξαίρετο λογοτεχνικό εύρημα της συγγραφέως με το οποίο εξάπτει την περιέργεια του αναγνώστη και κεντρίζει το ενδιαφέρον του για να διαβάσει την πολύ «πρωτότυπα» συγκλονιστική ιστορία που επακολουθεί.
Ο Αντώνης Πάσχος και η Γεσθημανή Μακρή, Μένη όπως τη φωνάζουν – συναντώνται για πρώτη φορά στη ζωή τους χάρι σ’ αυτό το μυστηριώδες κάλεσμα της εκκεντρικής κυρίας που τους συμπαραστάθηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους χωρίς να έχει καμία απολύτως συγγενική υποχρέωση. Εξαρχής νιώθουν ιδιαίτερη έλξη μεταξύ τους και όταν συγκλονίζονται από τους δύο τάφους που φέρουν τα ονόματά τους, καθώς αναζητούν το ξετύλιγμα του κουβαριού του παρελθόντος και των μυστικών της Μερόπης, αναπτύσσεται ραγδαία μεταξύ τους ένα ασυγκράτητο ερωτικό συναίσθημα.
Όταν καταφθάνει δε στο σπίτι της Μερόπης και ο δικηγόρος της αποθανούσης δίνοντάς τους κάποιες πληροφορίες για το παρελθόν της ευεργέτιδάς τους, τότε το μυστήριο αρχίζει να φωτίζεται μέσω της δυναμικά λιτής στα πρώτα δυο κεφάλαια πένας της Γιώτας.
Στα κεφάλαια αυτά, η συγγραφέας που παίζει περίτεχνα με το γλωσσικό της ύφος ανάλογα με τις απαιτήσεις της αφήγησης και των όσων κάθε φορά πρέπει να φωτίσει, πιστεύω σκόπιμα επέλεξε ένα σχεδόν δημοσιογραφικό ύφος στο οποίο προέχει ο διάλογος και η κυριολεκτική, περιγραφική αφήγηση. Στόχος της, να σκιαγραφήσει το σκίτσο της ζωής της Μερόπης όπως το αντίκριζε ο περίγυρός της και να προσφέρει στον αναγνώστη με τρόπο γρήγορο, εύληπτο και απτό, τις απαραίτητες λεπτομέρειες για να ακολουθήσει τους δύο ήρωες στο ξετύλιγμα του μυστηρίου. Βήμα το βήμα ο αναγνώστης παρασύρεται στη γοητεία των μυστικών της Μερόπης και αδημονεί να μάθει τα όσα έκρυβε πίσω από τη σιωπή και την εκκεντρικότητά της.
Έτσι, από το διάλογο των δύο νέων και τις πληροφορίες του δικηγόρου πληροφορούμαστε ότι η Μερόπη επιστρέφει στην Ελλάδα από τη Βοστόνη μαζί με τον γιατρό σύζυγό της Μέμο Ζήγρα τριάντα χρόνια πριν και εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη όπου γνωρίζει δύο οικογένειες την οικογένεια Πάσχου και την οικογένεια Μακρή προκαλώντας έκπληξη και επιφυλακτικότητα στην αρχή και στις δύο οικογένειες καθώς ζητά να αναλάβει όλα τα έξοδα των παιδιών τους Αντώνη Πάσχου και Γεσθημανής Μακρή αντίστοιχα.
Έκτοτε ισοβίως παραστέκεται στο πλευρό τους ως φύλακας άγγελος. Μάλιστα το κοριτσάκι της οικογένειας Μακρή το βαπτίζει η ίδια επιλέγοντας το σπάνιο και κάπως άκομψο όνομα Γεσθημανή. Στο κοριτσάκι αυτό πέρα από χρήματα δωρίζει και μια πανάκριβη συλλογή κοσμημάτων με κύριο διακοσμητικό στοιχείο έναν περίτεχνο σκαλισμένο κρίνο με κάποιο έμβλημα χαραγμένο πάνω στα κοσμήματα αυτά που εμπεριείχε τα γράμματα ν, ο, γ και α. Όταν όμως πεθαίνει ο Μέμος Ζήγρας κλείνεται στον εαυτό της και απομακρύνεται από τα δύο παιδιά εκ των οποίων η Μένη θυμώνει μαζί της γι’ αυτή την εγκατάλειψη. Αρνήθηκε πάντα να την αντιμετωπίσει σαν μια άρρωστη ψυχικά γηραιά κυρία.
Η Μερόπη πρόσφερε γενναιόδωρα την ψυχή και τα πλούτη της χωρίς να περιμένει καμία ανταπόδοση, νιώθοντας ίσως αυτή τη διαδικασία, σαν ένα είδος εξιλέωσης και κάθαρσης για το παρελθόν που η έμπειρη και ταλαντούχα πένα της Γιώτας Φώτου μας αποκαλύπτει στο τέλος, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον έως τις τελευταίες σελίδες του έργου της.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου που τιτλοφορείται «Αναζητώντας τη λύτρωση», η συγγραφέας μας ξεναγεί στο παρελθόν της Μερόπης Στεργιοπούλου και στο πώς εκείνη έγινε κυρία Μέμου Ζήγρα μέσα από μια μακρόχρονη και σπαρμένη πάλι με μυστικά και μυστήρια σχέση.
Η Μερόπη Στεργιοπούλου ούσα δασκάλα στην Ελλάδα, μεταβαίνει στη Βοστόνη όπου εργάζεται σε ελληνικό σχολείο και εξαιτίας της λιποθυμίας της κάποια μέρα στην τάξη, γνωρίζει τον γιατρό Μέμο Ζήγρα, γόνο πλούσιας οικογένειας και καρδιοκατακτητή ο οποίος για πρώτη φορά κατακτιέται ερωτικά από γυναίκα μόλις την αντικρίζει. Η Μερόπη Στεργιοπούλου όμως είναι προφανές ότι βασανίζεται από κάποια ψυχολογικής υφής προβλήματα τα οποία έχουν να κάνουν μ’ ένα παρελθόν που διατηρεί κρυφό. Ο Μέμος δεν επιχειρεί να διαρρήξει τα μυστικά της Μερόπης αλλά ενδιαφέρεται μόνο να της χαρίσει διεξόδους από τα βασανιστικά της συναισθήματα. Και τα καταφέρνει όταν σε μια έκθεση κοσμημάτων που παρακολούθησαν μαζί, η ίδια του δίνει εν αγνοία της τη λύση, αποκαλύπτοντάς του ότι θα την ενδιέφερε να φτιάχνει λουλούδια που δεν μαραίνονται και δεν αλλοιώνονται από το χρόνο.
Όταν ο Μέμος της χαρίζει τα απαραίτητα υλικά και σύνεργα, η Μερόπη μεγαλουργεί και δεν αργεί να αναδειχτεί σε εξαιρετική σχεδιάστρια κοσμημάτων. Τα έργα της γίνονται ανάρπαστα καθώς οι συλλογές της έχουν ως αποκλειστικό διακοσμητικό στοιχείο το λουλούδι του κρίνου, ωστόσο ποτέ και σε κανέναν δεν αποκαλύπτει το λόγο αυτής της εμμονής της. Της χρεώνουν με τον καιρό διάφορα σενάρια τα οποία η ίδια δεν μπαίνει στον κόπο να τα ανασκευάσει και μέσα από τη φιλική της έως τότε σχέση με τον Μέμο – έτσι πίστευε η ίδια παρότι εκείνος σιγόβραζε στο καμίνι του έρωτά του για την όμορφη γυναίκα – προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις ψυχικές της δυνάμεις.
Όταν ο Μέμος κάποια στιγμή εκδηλώνει τον έρωτά του, εκείνη συγκλονίζεται και αντιδρά σαν να αισθάνεται ενοχές για τα αισθήματα που ξεφυτρώνουν και στην δική της ψυχή. Καταφεύγει σε ψυχαναλυτή και έπειτα από αρκετές συνεδρίες καταφέρνει να βρει ένα κώδικα αποδοχής των αισθημάτων και του εαυτού της και να προβεί η ίδια στην πρόταση γάμου που ο Ζήγρας δίσταζε να της κάνει. Έκτοτε ζουν μαζί και κάθε επιθυμία της Μερόπης είναι για κείνον πρόσταγμα, αφού προηγουμένως η γυναίκα τού αποκάλυψε το μεγαλύτερο μέρος του μυστικού της παρελθόντος. Γίνεται έκτοτε συμπαραστάτης της και δέχεται περιχαρής την απόφασή της να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να αναλάβει τη στήριξη των δύο παιδιών, του Αντώνη και της Γεσθημανής.
Ωστόσο, τα χρόνια πριν το ταξίδι και την εγκατάσταση της Μερόπης στη Βοστόνη συνεχίζουν να παραμένουν άγνωστα. Σε μια απόπειρα να φωτίσουν το σκοτάδι, η Μένη ανεβαίνει στην κάμαρα της νονάς της και σκαλίζει τα προσωπικά της αντικείμενα. Ανάμεσα σ’ αυτά βρίσκει μια φωτογραφία όπου απεικονίζονται δύο όμοιες γυναίκες εκ των οποίων είναι σαφώς η Μερόπη, ένας άντρας, και δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Βρίσκει επίσης ένα βάζο στο οποίο υπάρχουν ξεραμένα πέταλα κάποιου λουλουδιού.
«Όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ» τιτλοφορείται το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπως ακριβώς τιτλοφορείται και η επιστολή την οποία άφησε η Μερόπη λίγο πριν από το θάνατό της σε κάποια θυρίδα. Κλειδωμένα σ’ αυτή τη θυρίδα ήταν τα μυστικά της που έως τότε έμειναν καλά φυλαγμένα στην επτασφράγιστη σιωπή της.
Σ’ αυτή την επιστολή η Γιώτα Φώτου κάνει μια συγκλονιστική ανατροπή τόσο μυθιστορηματικά όσο και υφολογικά εκπλήσσοντας τον αναγνώστη και εντυπωσιάζοντας όποιον ασχολείται με την τέχνη και τις τεχνικές του λόγου. Σ’ αυτή την επιστολή οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μια την άλλη από την αρχή έως το τέλος, παίζοντας μοναδικά με μυθολογικά στοιχεία και κυρίως με τις Ερινύες.
Γράφει:
Τα μάτια τους, αστραφτερά, η όψη μαύρη , η αναπνοή τους φλόγινη.
«Η νύχτα όσο μεγάλη κι αν είναι, γεννά κάποια στιγμή το ξημέρωμα» ξύνει την πληγή μου η πρώτη.
«Εσύ όμως δεν έμεινες στη νύχτα. Επέλεξες την κόλαση. Η κόλαση δεν έχει δρόμο επιστροφής», χαίρεται η δεύτερη.
«Μας ανήκεις τώρα, είσαι δική μας. Εσύ μας κρατάς στην παλάμη σου, μην το ξεχνάς», ξεφυσά η Τρίτη και από μέσα της βγαίνουν φίδια που με ζώνουν.
Μέσα από αυτή την ανατρεπτική σύλληψη για να μιλήσει για το παρελθόν, η Γιώτα δια χειρός και ψυχής Μερόπης δίνει απαντήσεις σε όλες τις απορίες του αναγνώστη. Πλέκει μια αναδρομή στο παρελθόν όχι μόνο των γεγονότων αλλά και των συναισθημάτων της ηρωίδας ενόψει συμβάντων που της ρήμαξαν ό,τι ονειρεύτηκε. Μέσα από τον μυθιστορηματικό της ιστό βρίσκει την ευκαιρία να κρίνει την πιο μελανή σελίδα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, τον Εμφύλιο, τότε που ο αδερφός σκότωνε τον αδερφό και να αποδείξει με την ιστορία της ηρωίδας της πόσο εξωφρενικό και αυτοκαταστροφικό συναίσθημα μπορεί να αποδειχτεί η εκδίκηση οδηγώντας στο φαύλο κύκλο του μίσους και στην παράδοση της ψυχής στο σκοτάδι των Ερινυών.
Σ’ αυτή την ενότητα ο αναγνώστης μαθαίνει για ποιο λόγο η Μερόπη έχει παραδοθεί τόσο απόλυτα στις ενοχές της, ποια φαντάσματα την καταδιώκουν, για ποιο λόγο οραματίζεται στην παλάμη της ένα κόκκινο δακρυσμένο κρίνο, τι συμβολίζουν τα γράμματα που χαράσσει πάνω στα κοσμήματά της, για ποιο λόγο επέλεξε να συμπαρασταθεί στον Αντώνη και τη Μένη, για ποιο λόγο διάλεξε ο τάφος της να βρίσκεται ανάμεσα σε δυο νεκρούς με τα ίδια ονόματα, για ποιο λόγο έζησε όλη της στη ζωή περιστοιχισμένη από σκοτάδι και μυστικά.
Εντυπωσιακό είναι σ’ αυτό το τρίτο κεφάλαιο το γεγονός ότι οι αποκαλύψεις χτυπούν την καρδιά του αναγνώστη κατά κύματα. Πάνω που νομίζει ότι τα μυστικά της Μερόπης αποκαλύπτονται μόλις πληροφορείται για την εικονική πραγματικότητα που η ίδια έστησε και μέσα στην οποία θωρακίστηκε για να αντέξει τη ζωή και τις ενοχές της, διαπιστώνει ότι έρχεται δεύτερο ισχυρότερο κύμα μυστικών να τον συγκλονίσει.
Κι αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί τα περιγραφόμενα γεγονότα είναι συνταρακτικά και απρόσμενα αλλά για τον επιπλέον λόγο ότι η Γιώτα κάνει μια υφολογική ανατροπή όπως ταιριάζει στην υπόθεσή της. Από την τριτοπρόσωπη αφήγηση μεταβαίνει στην πρωτοπρόσωπη, «φορώντας» την υπόσταση της ίδιας της ηρωίδας και κουβαλώντας όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις και τον ψυχισμό της Μερόπης. Γίνεται η ίδια Μερόπη και μας αποκαλύπτει άμεσα, όπως θα περιέγραφε σε μια εξομολόγηση τα μυστικά και τις αμαρτίες της για να εξιλεωθεί.
Η γλώσσα της Γιώτας στο τελευταίο κεφάλαιο έχει την συγκινησιακή φόρτιση και την γκάμα των αισθημάτων εκείνων που κάνουν τον αναγνώστη χωρίς ανάσα να αναζητήσει τη λύτρωση ταυτόχρονα με την ηρωίδα βιώνοντας την τέχνη του λόγου με την ένταση και την έξαρση του θεατή μιας αρχαίας τραγωδίας.
Φυσικά δεν πρόκειται να αποκαλύψω τη συνέχεια. Σας καλώ να αναζητήσετε τα μυστικά της Μερόπης Στεργιοπούλου κατακτώντας τα σελίδα σελίδα μέσα από αυτό το εξαίρετο βιβλίο που μας χάρισε η συγγραφέας επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι είναι μια δημιουργός που δεν την αφορούν οι εύκολες και εύπεπτες λύσεις αλλά αναζητά πάντα το διαφορετικό, ό,τι ουσιαστικά απαιτεί η πηγαία και αυθεντική λογοτεχνία! Στην άποψη αυτή είχα καταλήξει από τη στιγμή που διάβασα τα Βιολιά της Χαράδρας και να που τώρα, για δεύτερη φορά η Γιώτα Φώτου επιβεβαιώνει την κρίση μου.
Καλοτάξιδο!
Λένε ότι χρειάζεται να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια από ένα γεγονός για να μπορέσει η ιστορία να το αντικρίσει αντικειμενικά. Κι αν το συμβάν αποτελεί μια μελανή κηλίδα για έναν τόπο ή για έναν λαό, αν συγκαταλέγεται στα «οικεία κακά» για τα οποία οι άνθρωποι κατεβάζουν τα μάτια στο χώμα και δεν θέλουν να το θυμούνται, τότε μπορεί η ενατένιση της γυμνής αλήθειας ν’ αργήσει κι άλλο επειδή οι πρωταγωνιστές αυτών των ιστορικών στιγμών ή οι απόγονοί τους δεν βρίσκουν εύκολα τη δύναμη να αγγίξουν τις πληγές τους από το φόβο μην ξαναματώσουν ή επειδή επιθυμούν να διαγράψουν από τη μνήμη, θάβοντας βαθιά στον τάφο της λήθης, τις σκιές που τους πονούν.
Υπάρχουν όμως κάποιοι άνθρωποι που τη λήθη τη θεωρούν ως μια λύτρωση που δεν τους αξίζει.
Άνθρωποι που παραδίνονται οι ίδιοι στα χέρια των Ερινυών ψάχνοντας από τη Θεία Δίκη την τιμωρία που δεν τους επιβλήθηκε από τους ανθρώπους.
Άνθρωποι που αδικήθηκαν, πόνεσαν και αδίκησαν στη συνέχεια αναζητώντας την απάλυνση του πόνου στη γεύση της εκδίκησης και τελικά διαπίστωσαν ότι αληθεύει εκείνη η φράση του Χριστού πώς όταν δώσεις μαχαιριά, μαχαιριά θα λάβεις, έστω κι αν πρώτος δέχτηκες την επίθεση του κακού.
Άνθρωποι που δεν παραδίδονται στη ζωή και όσα εκείνη προστάζει, αλλά για να ισορροπήσουν, παιδεύονται να αλλάξουν με κάποιο τρόπο την αίσθηση του τετελεσμένου αντί να τραβήξουν μπροστά.
Είναι εκείνοι που στη ζήση τους αναγκάζονται να παλεύουν με την ίδια τη Λήθη επειδή τη θεωρούν ύβρι για όσους πλήγωσαν ή έχασαν. Εκείνοι που αντί να ξεχάσουν, προτιμούν να εκδικηθούν και πολιτογραφούνται κάτοικοι της κόλασης.
Ένα τέτοιο πλάσμα είναι η βασική ηρωίδα του βιβλίου, η Μερόπη Ζήγρα. Τη γνωρίζουμε στις πρώτες σελίδες ως μια ιδιότροπη, μυστικοπαθή, ενενηντάχρονη γυναίκα που η εκκεντρικότητά της φτάνει στο σημείο να σκηνοθετήσει ως και το θάνατό της. Ορίζει το μέρος της ταφής της, ένα απόμερο, ξεχασμένο εγκαταλελειμμένο χωριό, ορίζει ακόμη και τον τάφο της, ανάμεσα σε δυο άλλους τάφους που φέρουν τα ονόματα των θανόντων Αντώνη Πάσχου και Γεσθημανής Μακρή, χωρίς να είναι διαφανείς οι λόγοι όλης αυτής της μακάβριας σκηνοθεσίας. Και το σημαντικότερο όλων, στο ξόδι της, φροντίζει με επιστολή μέσω του δικηγόρου της να έχει μονάχα δύο ανθρώπους να την ξεπροβοδίσουν: Τον Αντώνη Πάσχο και την Γεσθημανή Μακρή, συνονόματους με τους ομόρους της θανόντες.
Αυτή η εκκεντρικότητα της ηρωίδας αποτελεί και το πρώτο εξαίρετο λογοτεχνικό εύρημα της συγγραφέως με το οποίο εξάπτει την περιέργεια του αναγνώστη και κεντρίζει το ενδιαφέρον του για να διαβάσει την πολύ «πρωτότυπα» συγκλονιστική ιστορία που επακολουθεί.
Ο Αντώνης Πάσχος και η Γεσθημανή Μακρή, Μένη όπως τη φωνάζουν – συναντώνται για πρώτη φορά στη ζωή τους χάρι σ’ αυτό το μυστηριώδες κάλεσμα της εκκεντρικής κυρίας που τους συμπαραστάθηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους χωρίς να έχει καμία απολύτως συγγενική υποχρέωση. Εξαρχής νιώθουν ιδιαίτερη έλξη μεταξύ τους και όταν συγκλονίζονται από τους δύο τάφους που φέρουν τα ονόματά τους, καθώς αναζητούν το ξετύλιγμα του κουβαριού του παρελθόντος και των μυστικών της Μερόπης, αναπτύσσεται ραγδαία μεταξύ τους ένα ασυγκράτητο ερωτικό συναίσθημα.
Όταν καταφθάνει δε στο σπίτι της Μερόπης και ο δικηγόρος της αποθανούσης δίνοντάς τους κάποιες πληροφορίες για το παρελθόν της ευεργέτιδάς τους, τότε το μυστήριο αρχίζει να φωτίζεται μέσω της δυναμικά λιτής στα πρώτα δυο κεφάλαια πένας της Γιώτας.
Στα κεφάλαια αυτά, η συγγραφέας που παίζει περίτεχνα με το γλωσσικό της ύφος ανάλογα με τις απαιτήσεις της αφήγησης και των όσων κάθε φορά πρέπει να φωτίσει, πιστεύω σκόπιμα επέλεξε ένα σχεδόν δημοσιογραφικό ύφος στο οποίο προέχει ο διάλογος και η κυριολεκτική, περιγραφική αφήγηση. Στόχος της, να σκιαγραφήσει το σκίτσο της ζωής της Μερόπης όπως το αντίκριζε ο περίγυρός της και να προσφέρει στον αναγνώστη με τρόπο γρήγορο, εύληπτο και απτό, τις απαραίτητες λεπτομέρειες για να ακολουθήσει τους δύο ήρωες στο ξετύλιγμα του μυστηρίου. Βήμα το βήμα ο αναγνώστης παρασύρεται στη γοητεία των μυστικών της Μερόπης και αδημονεί να μάθει τα όσα έκρυβε πίσω από τη σιωπή και την εκκεντρικότητά της.
Έτσι, από το διάλογο των δύο νέων και τις πληροφορίες του δικηγόρου πληροφορούμαστε ότι η Μερόπη επιστρέφει στην Ελλάδα από τη Βοστόνη μαζί με τον γιατρό σύζυγό της Μέμο Ζήγρα τριάντα χρόνια πριν και εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη όπου γνωρίζει δύο οικογένειες την οικογένεια Πάσχου και την οικογένεια Μακρή προκαλώντας έκπληξη και επιφυλακτικότητα στην αρχή και στις δύο οικογένειες καθώς ζητά να αναλάβει όλα τα έξοδα των παιδιών τους Αντώνη Πάσχου και Γεσθημανής Μακρή αντίστοιχα.
Έκτοτε ισοβίως παραστέκεται στο πλευρό τους ως φύλακας άγγελος. Μάλιστα το κοριτσάκι της οικογένειας Μακρή το βαπτίζει η ίδια επιλέγοντας το σπάνιο και κάπως άκομψο όνομα Γεσθημανή. Στο κοριτσάκι αυτό πέρα από χρήματα δωρίζει και μια πανάκριβη συλλογή κοσμημάτων με κύριο διακοσμητικό στοιχείο έναν περίτεχνο σκαλισμένο κρίνο με κάποιο έμβλημα χαραγμένο πάνω στα κοσμήματα αυτά που εμπεριείχε τα γράμματα ν, ο, γ και α. Όταν όμως πεθαίνει ο Μέμος Ζήγρας κλείνεται στον εαυτό της και απομακρύνεται από τα δύο παιδιά εκ των οποίων η Μένη θυμώνει μαζί της γι’ αυτή την εγκατάλειψη. Αρνήθηκε πάντα να την αντιμετωπίσει σαν μια άρρωστη ψυχικά γηραιά κυρία.
Η Μερόπη πρόσφερε γενναιόδωρα την ψυχή και τα πλούτη της χωρίς να περιμένει καμία ανταπόδοση, νιώθοντας ίσως αυτή τη διαδικασία, σαν ένα είδος εξιλέωσης και κάθαρσης για το παρελθόν που η έμπειρη και ταλαντούχα πένα της Γιώτας Φώτου μας αποκαλύπτει στο τέλος, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον έως τις τελευταίες σελίδες του έργου της.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου που τιτλοφορείται «Αναζητώντας τη λύτρωση», η συγγραφέας μας ξεναγεί στο παρελθόν της Μερόπης Στεργιοπούλου και στο πώς εκείνη έγινε κυρία Μέμου Ζήγρα μέσα από μια μακρόχρονη και σπαρμένη πάλι με μυστικά και μυστήρια σχέση.
Η Μερόπη Στεργιοπούλου ούσα δασκάλα στην Ελλάδα, μεταβαίνει στη Βοστόνη όπου εργάζεται σε ελληνικό σχολείο και εξαιτίας της λιποθυμίας της κάποια μέρα στην τάξη, γνωρίζει τον γιατρό Μέμο Ζήγρα, γόνο πλούσιας οικογένειας και καρδιοκατακτητή ο οποίος για πρώτη φορά κατακτιέται ερωτικά από γυναίκα μόλις την αντικρίζει. Η Μερόπη Στεργιοπούλου όμως είναι προφανές ότι βασανίζεται από κάποια ψυχολογικής υφής προβλήματα τα οποία έχουν να κάνουν μ’ ένα παρελθόν που διατηρεί κρυφό. Ο Μέμος δεν επιχειρεί να διαρρήξει τα μυστικά της Μερόπης αλλά ενδιαφέρεται μόνο να της χαρίσει διεξόδους από τα βασανιστικά της συναισθήματα. Και τα καταφέρνει όταν σε μια έκθεση κοσμημάτων που παρακολούθησαν μαζί, η ίδια του δίνει εν αγνοία της τη λύση, αποκαλύπτοντάς του ότι θα την ενδιέφερε να φτιάχνει λουλούδια που δεν μαραίνονται και δεν αλλοιώνονται από το χρόνο.
Όταν ο Μέμος της χαρίζει τα απαραίτητα υλικά και σύνεργα, η Μερόπη μεγαλουργεί και δεν αργεί να αναδειχτεί σε εξαιρετική σχεδιάστρια κοσμημάτων. Τα έργα της γίνονται ανάρπαστα καθώς οι συλλογές της έχουν ως αποκλειστικό διακοσμητικό στοιχείο το λουλούδι του κρίνου, ωστόσο ποτέ και σε κανέναν δεν αποκαλύπτει το λόγο αυτής της εμμονής της. Της χρεώνουν με τον καιρό διάφορα σενάρια τα οποία η ίδια δεν μπαίνει στον κόπο να τα ανασκευάσει και μέσα από τη φιλική της έως τότε σχέση με τον Μέμο – έτσι πίστευε η ίδια παρότι εκείνος σιγόβραζε στο καμίνι του έρωτά του για την όμορφη γυναίκα – προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις ψυχικές της δυνάμεις.
Όταν ο Μέμος κάποια στιγμή εκδηλώνει τον έρωτά του, εκείνη συγκλονίζεται και αντιδρά σαν να αισθάνεται ενοχές για τα αισθήματα που ξεφυτρώνουν και στην δική της ψυχή. Καταφεύγει σε ψυχαναλυτή και έπειτα από αρκετές συνεδρίες καταφέρνει να βρει ένα κώδικα αποδοχής των αισθημάτων και του εαυτού της και να προβεί η ίδια στην πρόταση γάμου που ο Ζήγρας δίσταζε να της κάνει. Έκτοτε ζουν μαζί και κάθε επιθυμία της Μερόπης είναι για κείνον πρόσταγμα, αφού προηγουμένως η γυναίκα τού αποκάλυψε το μεγαλύτερο μέρος του μυστικού της παρελθόντος. Γίνεται έκτοτε συμπαραστάτης της και δέχεται περιχαρής την απόφασή της να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να αναλάβει τη στήριξη των δύο παιδιών, του Αντώνη και της Γεσθημανής.
Ωστόσο, τα χρόνια πριν το ταξίδι και την εγκατάσταση της Μερόπης στη Βοστόνη συνεχίζουν να παραμένουν άγνωστα. Σε μια απόπειρα να φωτίσουν το σκοτάδι, η Μένη ανεβαίνει στην κάμαρα της νονάς της και σκαλίζει τα προσωπικά της αντικείμενα. Ανάμεσα σ’ αυτά βρίσκει μια φωτογραφία όπου απεικονίζονται δύο όμοιες γυναίκες εκ των οποίων είναι σαφώς η Μερόπη, ένας άντρας, και δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Βρίσκει επίσης ένα βάζο στο οποίο υπάρχουν ξεραμένα πέταλα κάποιου λουλουδιού.
«Όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ» τιτλοφορείται το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπως ακριβώς τιτλοφορείται και η επιστολή την οποία άφησε η Μερόπη λίγο πριν από το θάνατό της σε κάποια θυρίδα. Κλειδωμένα σ’ αυτή τη θυρίδα ήταν τα μυστικά της που έως τότε έμειναν καλά φυλαγμένα στην επτασφράγιστη σιωπή της.
Σ’ αυτή την επιστολή η Γιώτα Φώτου κάνει μια συγκλονιστική ανατροπή τόσο μυθιστορηματικά όσο και υφολογικά εκπλήσσοντας τον αναγνώστη και εντυπωσιάζοντας όποιον ασχολείται με την τέχνη και τις τεχνικές του λόγου. Σ’ αυτή την επιστολή οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μια την άλλη από την αρχή έως το τέλος, παίζοντας μοναδικά με μυθολογικά στοιχεία και κυρίως με τις Ερινύες.
Γράφει:
Τα μάτια τους, αστραφτερά, η όψη μαύρη , η αναπνοή τους φλόγινη.
«Η νύχτα όσο μεγάλη κι αν είναι, γεννά κάποια στιγμή το ξημέρωμα» ξύνει την πληγή μου η πρώτη.
«Εσύ όμως δεν έμεινες στη νύχτα. Επέλεξες την κόλαση. Η κόλαση δεν έχει δρόμο επιστροφής», χαίρεται η δεύτερη.
«Μας ανήκεις τώρα, είσαι δική μας. Εσύ μας κρατάς στην παλάμη σου, μην το ξεχνάς», ξεφυσά η Τρίτη και από μέσα της βγαίνουν φίδια που με ζώνουν.
Μέσα από αυτή την ανατρεπτική σύλληψη για να μιλήσει για το παρελθόν, η Γιώτα δια χειρός και ψυχής Μερόπης δίνει απαντήσεις σε όλες τις απορίες του αναγνώστη. Πλέκει μια αναδρομή στο παρελθόν όχι μόνο των γεγονότων αλλά και των συναισθημάτων της ηρωίδας ενόψει συμβάντων που της ρήμαξαν ό,τι ονειρεύτηκε. Μέσα από τον μυθιστορηματικό της ιστό βρίσκει την ευκαιρία να κρίνει την πιο μελανή σελίδα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, τον Εμφύλιο, τότε που ο αδερφός σκότωνε τον αδερφό και να αποδείξει με την ιστορία της ηρωίδας της πόσο εξωφρενικό και αυτοκαταστροφικό συναίσθημα μπορεί να αποδειχτεί η εκδίκηση οδηγώντας στο φαύλο κύκλο του μίσους και στην παράδοση της ψυχής στο σκοτάδι των Ερινυών.
Σ’ αυτή την ενότητα ο αναγνώστης μαθαίνει για ποιο λόγο η Μερόπη έχει παραδοθεί τόσο απόλυτα στις ενοχές της, ποια φαντάσματα την καταδιώκουν, για ποιο λόγο οραματίζεται στην παλάμη της ένα κόκκινο δακρυσμένο κρίνο, τι συμβολίζουν τα γράμματα που χαράσσει πάνω στα κοσμήματά της, για ποιο λόγο επέλεξε να συμπαρασταθεί στον Αντώνη και τη Μένη, για ποιο λόγο διάλεξε ο τάφος της να βρίσκεται ανάμεσα σε δυο νεκρούς με τα ίδια ονόματα, για ποιο λόγο έζησε όλη της στη ζωή περιστοιχισμένη από σκοτάδι και μυστικά.
Εντυπωσιακό είναι σ’ αυτό το τρίτο κεφάλαιο το γεγονός ότι οι αποκαλύψεις χτυπούν την καρδιά του αναγνώστη κατά κύματα. Πάνω που νομίζει ότι τα μυστικά της Μερόπης αποκαλύπτονται μόλις πληροφορείται για την εικονική πραγματικότητα που η ίδια έστησε και μέσα στην οποία θωρακίστηκε για να αντέξει τη ζωή και τις ενοχές της, διαπιστώνει ότι έρχεται δεύτερο ισχυρότερο κύμα μυστικών να τον συγκλονίσει.
Κι αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί τα περιγραφόμενα γεγονότα είναι συνταρακτικά και απρόσμενα αλλά για τον επιπλέον λόγο ότι η Γιώτα κάνει μια υφολογική ανατροπή όπως ταιριάζει στην υπόθεσή της. Από την τριτοπρόσωπη αφήγηση μεταβαίνει στην πρωτοπρόσωπη, «φορώντας» την υπόσταση της ίδιας της ηρωίδας και κουβαλώντας όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις και τον ψυχισμό της Μερόπης. Γίνεται η ίδια Μερόπη και μας αποκαλύπτει άμεσα, όπως θα περιέγραφε σε μια εξομολόγηση τα μυστικά και τις αμαρτίες της για να εξιλεωθεί.
Η γλώσσα της Γιώτας στο τελευταίο κεφάλαιο έχει την συγκινησιακή φόρτιση και την γκάμα των αισθημάτων εκείνων που κάνουν τον αναγνώστη χωρίς ανάσα να αναζητήσει τη λύτρωση ταυτόχρονα με την ηρωίδα βιώνοντας την τέχνη του λόγου με την ένταση και την έξαρση του θεατή μιας αρχαίας τραγωδίας.
Φυσικά δεν πρόκειται να αποκαλύψω τη συνέχεια. Σας καλώ να αναζητήσετε τα μυστικά της Μερόπης Στεργιοπούλου κατακτώντας τα σελίδα σελίδα μέσα από αυτό το εξαίρετο βιβλίο που μας χάρισε η συγγραφέας επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι είναι μια δημιουργός που δεν την αφορούν οι εύκολες και εύπεπτες λύσεις αλλά αναζητά πάντα το διαφορετικό, ό,τι ουσιαστικά απαιτεί η πηγαία και αυθεντική λογοτεχνία! Στην άποψη αυτή είχα καταλήξει από τη στιγμή που διάβασα τα Βιολιά της Χαράδρας και να που τώρα, για δεύτερη φορά η Γιώτα Φώτου επιβεβαιώνει την κρίση μου.
Καλοτάξιδο!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)