
Η ιστορία της νεοελληνικής μετανάστευσης, με την έννοια της μετοίκησης είναι τόσο παλιά, όσο και η ιστορία μας.
Aπό τα τέλη τον περασμένου αιώνα οι αναζητήσεις κατευθύνονταν ακόμα πιο μακριά, καταργώντας τα νοητά σύνορα των ωκεανών, με κύριους αποδέχτες την Αμερική και την Αυστραλία (Τσουκαλάς Κ. 1982: 147). Ο μεταναστευτικός πυρετός θα κορυφωθεί την εικοσαετία 1900-1920 και η Ελλάδα θα χάσει το 8% του συνολικού της πληθυσμού.
Περίπου 25.000 άνθρωποι εγκαταλείπουν ετησίως, μια χώρα οικονομικά εξουθενωμένη και πολιτικά αβέβαιη και ξεκινούν για τη “Γη της Επαγγελίας” που υπόσχεται πλούτο και ευημερία, “ευκαιρίες” και στους λιγότερο τυχερούς.
Οι Έλληνες που μετανάστευαν στις υπερπόντιες χώρες, εκτός από τη σωματική ικανότητα, δε διέθεταν άλλο προσόν. Έφταναν στον Πειραιά και αντίκριζαν για πρώτη φορά θάλασσα και βαπόρια. Ήταν αγράμματοι, λίγοι είχαν τελειώσει το Δημοτικό, “άβγαλτοι” και αθώοι, στερημένοι άνθρωποι, πού δεν είχαν συνείδηση της δύναμής τους, ούτε φυσικά των δικαιωμάτων τους. Δηλαδή ήταν το κατάλληλο υλικό για εκμετάλλευση.
Αποσπάσματα από Τα βιολιά της χαράδρας .
Τα παιδιά, αγουροξυπνημένα και απορημένα από τη βαριά ατμόσφαιρα, γκρίνιαζαν και αντιδρούσαν κακότροπα στις αγκαλιές και τα φιλιά, αφού έγιναν το επίκεντρο των μεγάλων στην προσπάθεια εκείνων να κρύψουν τη συγκίνησή τους. Οι γυναίκες, αφού πρόσφεραν τσάι και τραχανά, άρχισαν να χώνουν στις τσέπες και στα δισάκια αυτών που επρόκειτο να ξενιτευτούν καραμέλες, ξινόμηλα, λιασμένα δαμάσκηνα, πίτες, μπακλαβάδες και λουκούμια, μπουκαλάκια με κόκκινο κρασί και σακουλάκια με γιατροσόφια για κάθε περίπτωση, και να ράβουν στα μάλλινα σακάκια τους φυλαχτά από το μοναστήρι της Σπηλιάς, για να τους εξασφαλίσουν την απαιτούμενη προστασία.
Οι άντρες έπιασαν συζήτηση για τις πολιτικές εξελίξεις και στη συνέχεια επιδόθηκε ο καθένας με τον τρόπο του σε συμβουλές και σε προβλέψεις για την πορεία των ταξιδιωτών. Όνειρα μπλεγμένα με ελπίδες και φόβους τύλιξαν την ομήγυρη και, αφού τσούγκρισαν τα ποτηράκια με το κονιάκ και ακούστηκαν οι ευχές, ήρθε και το τραγούδι, παραπονεμένο, τηε ξενιτιάς. Τα μάτια κοκκίνισαν, τα χείλη άρχισαν να τρέμουν, οι φωνές βράχνιασαν. Κρύφτηκαν οι γυναίκες για να μην αποκαλυφθούν τα δάκρυά τους.
Όταν το φως της ημέρας άρχισε να απλώνεται δειλά και τα λυχνάρια έσβησαν, ο Θανασούλας έδωσε εντολή να φορτωθούν τα δισάκια στα δυο μουλάρια που περίμεναν στην αυλή χλιμιτρίζοντας. Αγκάλιασε πρώτος τα τρία του εγγόνια, σίγουρος ότι δεν θα τα ξανάβλεπε.
...............................................................................
Έσυραν τα μουλάρια κάποιοι ως την εκκλησία της Παναγιάς και ακολούθησαν οι υπόλοιποι. Μπήκαν οι τρεις νέοι στο ναό και άναψαν από ένα κερί. Η συγκίνηση δεν τους επέτρεπε να βρουν τα λόγια της προσευχής, θεώρησαν όμως ότι Εκείνη ήξερε τι ήθελαν να της πουν. Περίμεναν απ’ έξω οι υπόλοιποι και τους παρέδωσαν τα μουλάρια. Απομακρύνθηκαν οι νέοι σέρνοντας πίσω τους τα δυο ζώα, κι όταν έφτασαν στη στροφή, πριν πάρουν την κατηφόρα, σήκωσαν τα χέρια τους σε τελευταίο χαιρετισμό.
«Καλή αντάμωση», φώναξαν και με δυσκολία όρισαν τα πόδια τους να πάνε μπροστά, να μην
πισωγυρίσουν.΄
«Καλή αντάμωση», ανταπέδωσαν πνίγοντας τα αναφηλητά, όσοι έμειναν πίσω.
Ήταν η στιγμή που τα δάκρυα ξεχύθηκαν από τα μάτια όλων, ακόμα και από τα μάτια των παιδιών, που δεν καταλάβαιναν, αλλά έκλαιγαν, γιατί έβλεπαν τους μεγάλους να κλαίνε. Δάκρυα πικρά που τα πήρε ο αέρας και τα έστειλε μέχρι το ποτάμι της κοιλάδας, και φαρμάκωσαν το νερό τόσο, ώστε οι πέστροφες που κολυμπούσαν εκεί έκαναν πίσω και δεν ξαναγύρισαν για αρκετό καιρό.
....................................................................................
«Πού πάμε;» αναρωτήθηκε ο Μήτσος την πρώτη βραδιά βλέποντας τους άλλους να ξερνάνε, καθώς δεν ήταν μαθημένοι σε θαλασσινά ταξίδια.
Ήταν η πρώτη φορά που γνώριζαν τη σκοτεινή μάγισσα και φοβήθηκαν τη δύναμή της. Πίστεψαν ότι θα τους καταπιεί, θα τους εξαφανίσει όλους μαζί με το καράβι.
«Πού πάμε;» αναρωτήθηκε και ο Λάμπρος και τα δάκρυα επανεμφανίστηκαν στα μάτια του.
«Κουράγιο, μωρέ, δε βλέπετε πόσοι άλλοι...»