Αυτόν το μήνα βρέθηκα σε αρκετές εκδηλώσεις σε σχολεία. Πήγα εκεί, αφού τα παιδιά είχαν δουλέψει πάνω στα βιβλία μου και ήθελαν να με γνωρίσουν.Συνήθως, σ' αυτές τις περιπτώσεις αφού παρουσιάσουν ότι έχουν ετοιμάσει ακολουθεί συζήτηση και κάποιες προσωπικές ερωτήσεις. Οι περισσότερες από αυτές τις ερωτήσεις είναι οι ίδιες. Ίδιες και αναμενόμενες και ως εκ τούτου η απάντηση έρχεται εύκολα και αυθόρμητα. Αλλά είναι μια ερώτηση που όλα αυτά τα χρόνια βγαίνει εμπρός μου και κάθε φορά με βρίσκει απροετοίμαστη.
Πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;
Στη Σκύδρα με το Μασάς Φυσάς και Νικάς
Ναι, τα παιδιά κάνουν την ερώτηση. Συνληθως.΄
Και κάθε φορά κολλάω. Γιατί μετά από δέκα βιβλία και τέσσερις διακρίσεις ακόμα δεν μπορώ να δεχτώ τον τίτλο του συγγραφέα με την έννοια εκείνη που εγώ έχω μέσα στο μυαλό μου. θα μου πείτε ότι αφού έχω γράψει τόσα βιβλία για παιδιά και για μεγάλους, είμαι συγγραφέας. Ως εδώ καλά. Συγγραφέας εγώ, συγγραφέας ο Καζατζάκης, συγγραφείς και άλλοι εκατό χιλιάδες έλληνες που περιφέρουν κάποιο γραπτό τους από εκδοτικό οίκο σε εκδοτικό οίκο για χρόνια χωρίς να εκδώσουν τίποτα. Τον Καζατζάκη ούτε φιλοδοξώ, ούτε μπορώ να τον φτάσω. Στο επίπεδο το δικό μου βρίσκονται αρκετοί,και σίγουρα πολλοί πάνω από μένα. Όσο για τους άλλους που δεν μπορούν να εκδώσουν, πίστεύω ότι πολλοί γράφουν αξιόλογα αλλά και πολλοί οικειοποιούνται τον τίτλο πολύ εύκολα, χωρίς να τον αξίζουν. Και εγώ βλέπω τους τελευταίους και φοβάμαι πολύ , φοβάμαι τον τίτλο της επαρμένης και έτσι ποτέ δε δήλωσα ότι είμαι συγγραφέας. Αλλά πάλι πως να αποποιηθώ κάτι τέτοιο, αφού κυκλοφορούν βιβλία μου;
Στο Γυμνάσιο Βασιλικών με τρία από τα βιβλία μου
Όλα αυτά είναι η πρώτη μου σκέψη μόλις αντιμετωπίζω αυτή την ερώτηση. Αλλά τα παιδιά σα συγγραφέα με καλούν στα σχολεία. Αρχίζω λοιπόν: Παιδιά εγώ δασκάλα είμαι...
Από εκεί και πέρα τους εξηγώ πως έγινε και κυκλοφορούν κάποια βιβλία. Γιατί για να λέμε και του στραβού το δίκαιο, δεν σχεδίαζα ποτέ να γίνω συγγραφέας. Άρα εκτός από τη συγκεκριμένη λέξη κολλάω και στη λέξη: αποφασίσατε. Αποφασίζει κανείς να γίνει συγγραφέας; Ξυπνάει κάποιο πρωί και λέει: Εγώ τώρα θα γράψω βιβλία! Εγώ τουλάχιστον αυτό δε μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί να γίνει. Ή μήπως υπάρχει άνθρωπος που όταν ήταν μικρός τον ρωτούσαν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει κι αυτός απαντούσε: συγγραφέας.
Είναι θέμα απόφασης, θέμα εκπαίδευσης, θέμα επιμονής και υπομενής,θέμα ταλέντου; Ή μήπως είναι πολλά μαζί έκτός από απόφαση;
Και σε τελική ανάλυση τι είναι αυτό που οδηγεί κάποιον ο οποίος βρίσκει τεράστια εμπόδια εμπρός του, σε επίπεδο έκδοσης, κριτικής των γραπτών του κ.λ.π. και επιμένει σώνει και καλά, πληρώνοντας πολλές φορές ένα τεράστιο ποσό, αρκεί να κυκλοφορήσει κάποιο βιβλίο με το όνομά του;
Στη σχολή Καραβάνα με τον Αόρατο Πολ και Τη Βασιλική και η νεράιδα του νερού
Ήρθε στο τέλος κάποιας εκδήλωσης ένα κοριτσάκι και με παρακάλεσε να δω τη μητέρα του η οποία όπως μου είπε είναι συγγραφέας και γράφει παραμύθια. Συνάντησα λοιπόν μια εικοσιεννιάχρονη κοπέλα, η οποία όπως μου είπε δεν έχει τελειώσει το λύκειο και έργάζεται ως πωλήτρια. Μου αποκάλυψε ότι έχει γράψει ένα παραμύθι το οποίο είναι κατά τη γνώμη της καταπληκτικό και θέλει να το εκδώσει. Κάποιος εκδοτικός οίκος ;;; της ζήτησε έξι χιλιάδες ευρώ. Της πρότεινα να το στείλει σε κάποιον έγκυρο εκδοτικό οίκο ώστε να έχει τουλάχιστον μια απάντηση αλλά φοβάται μου είπε μήπως το απορρίψουν μεν αλλά θα της έχουν πάρει την ιδέα και με ρωτούσε πώς μπορεί να κατοχυρώσειι τα γραπτά της.
-Ξέρετε κυρία Φώτου, για να γράψω αυτό το παραμύθι, έμεινα μια ολόκληρη νύχτα άγρυπνη. Με πήρε το πρωί! Δεν μπορώ να δω να το κλέβουν άλλοι!
;;;;;
Τη συμπάθησα, ομολογώ και προσπάθησα να της εξηγήσω πως έχουν τα πράγματα. Κι ύστερα φοβήθηκα μήπως της χάλασα το όνειρο. Ένα όνειρο που μάλλον το είχε ανάγκη.
Ευτυχώς στη συνέχεια μου δήλωσε ότι είναι αποφασισμένη, ότι και να λέω και με κάθε κόστος να γίνει συγγραφέας.
;;;;;
Κι εγώ της ευχήθηκα, και το έκανα με κάθε ειλικρίνεια, να πετύχει το στόχο της. Την προέτρεψα να γράψει κάτι άλλο γιατί εκείνη την ιστορία που έγραψε στο παραμύθι της, μια νύχτα ολόκληρη, τη νύχτα που μίλησε μέσα της το ταλέντο, δεν τη βλέπω να εκδίδεται. Είπαμε δασκάλα είμαι, κάτι γνωρίζω από παιδική λογοτεχνία.
Πρέπει ωστόσο να ομολογήσω ότι εκείνη είχε ξεκάθαρες απαντήσεις στο ερώτημα γιατί αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. Ήθελε να βγει από την αφάνεια, να μπει στο μάτι του πρώην συζύγου, να δώσει στο παιδί της έναν λόγο για να καμαρώνει για αυτή.
Κι εγώ θυμήθηκα τότε τα δικά μου παιδιά και θύμωσα μαζί τους που εκτιμούν περισσότερο από τα βιλία μου την πάστα φλώρα και το κοκκινιστό που τους κάνω και που ποτέ δεν κάθονται να συζητήσουν για τα γραπτά μου παρά μόνο για θέματα που ανάγονται στις προσωπικές τους ανησυχίες και αποφάσισα να γυρίσω στο σπίτι και να τους πω ευθέως να συμμαζεύουν τα κρεβάτια τους και τα άπλητα από δω και πέρα γιατί εγώ αποφάσισα να γίνω συγγραφέας και δεν θα ασχολούμαι με τέτοια θέματα πλέον.
Στο πρώτο Δημοτικό Λάρισας με το Μια καρφίτσα και ένα αυτοκίνητο
Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010
Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010
Όλα καλά, κυρία;
1.15 το μεσημέρι. Τελειώνω τη δουλειά και μπαίνω στο αυτοκίνητο να επιστρέψω στο σπίτι.(Ναι, δασκάλα είμαι, 1.15 σχολάω) Κι ενώ το μυαλό μου τρέχει από το διαζύγιο της Μενεγάκη στην επιτηρηση της ΕΚΟΦΙΝ και τα ερωτήματα που με βασανίζουν είναι "Να κάνω αίτηση για σύνταξη" και"Τι να μαγειρέψω τέτοια τώρα;" (είχα ξεστραβωθεί αποβραδίς μπρος στο Λαζόπουλο και δεν φρόντισα εγκαίρως το θέμα της κατσαρόλας)φτάνω στα φανάρια της Πολυτεχνείου (στη Λάρισα μένω).
Ο νεαρός στο αναπηρικό καροτσάκι είναι δεν είναι δεκαεφτά. Το δεξί του πόδι εμφανώς ατροφικό, δείχνει ξεκάθαρα το λόγο που δεν χρησιμοποιεί μόνο τα μέλη του για μετακίνηση.
"Όλα κάλά, κυρία;" με ρωτά και μου στέλνει ενα λαμπερό χαμόγελο σα να ήθελε να με εμψυχώσει.
Τον γνωρίζω το νεαρό. Τον έχω συναντήσει άλλες δυο φορές στο ίδιο σημείο. Την πρώτη φορά άνοιξα το παράθυρο καθώς είχα σταματήσει το αυτοκίνητο δίπλα του στα φανάρια. Προσέχοντας το πόδι του, έπιασα ένα νόμισμα που βρέθηκε τυχαία στη θήκη δίπλα στο χειρόφρενο και το έριξα σε ένα πλαστικό ποτήρι που είχε στα γόνατά του. Όχι δεν είχε απλώσει τα χέρια του, αλλά το ποτήρι φανέρωνε το λόγο για τον οποίο βρισκόταν σε εκείνο το σημείο.
"Καλή όρεξη, κυρία" μου είχε πει τότε, αλλά εγώ δεν του απάντησα. Ούτε καν τον κοίταξα. Τη δέυτερη φορά δεν υπήρχε νόμισμα πρόχειρο και δεν μπήκα στον κόπο ούτε να ανοίξω το πορτοφόλι, ούτε να τον κοιτάξω. Παρόλα αυτά το μάτι μου πήρε και πάλι το δεξί του πόδι να κρέμεται παράταιρα.
Και σήμερα...
"Όλα καλά" του απαντάω και ανοίγω πάλι το παράθυρο για να του δώσω την ελεημοσύνη μου.
Τα μάτια του δεν αφήνουν το πρόσωπό μου. Το χέρι μου παραμένει απλωμένο με το νόμισμα στο χέρι.
"Όλα καλά;" με ξαναρωτά και εγώ αναρωτιέμαι αν εκτός από κινητικά προβλήματα έχει και προβλήματα ακοής.
"Όλα καλά! Εσύ;" αντιγυρίζω την ερώτηση.
"Εγώ; Όλα καλά!" Είναι εμφανές ότι δεν έχει άριστη γνώση της ελληνικής, αλλά το πρόσωπό του δείχνει ότι εννοεί αυτό που λέει.
"Τέλος η δουλειά;" Δεύτερη ερώτηση. Ανάγκη για επικοινωνία σκέφτομαι, αφού ακόμα δεν έχει απλώσει το κύπελο να δεχτεί το κέρμα.
"Τέλος"
"Τι δουλειά, κυρία;"
"Είμαι δασκάλα."
Το βλέμμα του φωτίζετε κι άλλο.
"Τραγουδάτε στο σχολείο, κυρία;" με ρωτά και δέχεται επιτέλους το κέρμα.
Τον κοιτάζω προσεκτικά. Ένα μελαχροινό παλικαράκι, γελαστό, πρόσχαρο, σε ξένο μέρος, με του κόσμου τα προβλήματα με ρωτάει αν τα παιδιά στο σχολείο τραγουδούν. Η απάντηση δεν ανεβαίνει στα χείλη μου.
Το πράσινο ανάβει. Πάω να ξεκινήσω.
"Αν τραγουδάτε, όλα θα παν καλά, κυρία." με καθησυχάζει, χωρίς να μου πει ευχαριστώ. Μου στέλνει μόνο ένα τελευταίο χαμόγελο κι εγώ φεύγω να πάω να μαγειρέψω το φαγητό το οποίο μάλλον δε θα χρειαστώ, αφού τα δικά μου παιδιά (λίγο μεγαλύτερα από εκείνον)κατά πάσα πιθανότητα θα προτιμήσουν και σήμερα να φάνε με την παρέα τους σε καμιά ταβέρνα ή σε κανένα από τα φημισμένα ουζερί της Λάρισας.
Ο νεαρός στο αναπηρικό καροτσάκι είναι δεν είναι δεκαεφτά. Το δεξί του πόδι εμφανώς ατροφικό, δείχνει ξεκάθαρα το λόγο που δεν χρησιμοποιεί μόνο τα μέλη του για μετακίνηση.
"Όλα κάλά, κυρία;" με ρωτά και μου στέλνει ενα λαμπερό χαμόγελο σα να ήθελε να με εμψυχώσει.
Τον γνωρίζω το νεαρό. Τον έχω συναντήσει άλλες δυο φορές στο ίδιο σημείο. Την πρώτη φορά άνοιξα το παράθυρο καθώς είχα σταματήσει το αυτοκίνητο δίπλα του στα φανάρια. Προσέχοντας το πόδι του, έπιασα ένα νόμισμα που βρέθηκε τυχαία στη θήκη δίπλα στο χειρόφρενο και το έριξα σε ένα πλαστικό ποτήρι που είχε στα γόνατά του. Όχι δεν είχε απλώσει τα χέρια του, αλλά το ποτήρι φανέρωνε το λόγο για τον οποίο βρισκόταν σε εκείνο το σημείο.
"Καλή όρεξη, κυρία" μου είχε πει τότε, αλλά εγώ δεν του απάντησα. Ούτε καν τον κοίταξα. Τη δέυτερη φορά δεν υπήρχε νόμισμα πρόχειρο και δεν μπήκα στον κόπο ούτε να ανοίξω το πορτοφόλι, ούτε να τον κοιτάξω. Παρόλα αυτά το μάτι μου πήρε και πάλι το δεξί του πόδι να κρέμεται παράταιρα.
Και σήμερα...
"Όλα καλά" του απαντάω και ανοίγω πάλι το παράθυρο για να του δώσω την ελεημοσύνη μου.
Τα μάτια του δεν αφήνουν το πρόσωπό μου. Το χέρι μου παραμένει απλωμένο με το νόμισμα στο χέρι.
"Όλα καλά;" με ξαναρωτά και εγώ αναρωτιέμαι αν εκτός από κινητικά προβλήματα έχει και προβλήματα ακοής.
"Όλα καλά! Εσύ;" αντιγυρίζω την ερώτηση.
"Εγώ; Όλα καλά!" Είναι εμφανές ότι δεν έχει άριστη γνώση της ελληνικής, αλλά το πρόσωπό του δείχνει ότι εννοεί αυτό που λέει.
"Τέλος η δουλειά;" Δεύτερη ερώτηση. Ανάγκη για επικοινωνία σκέφτομαι, αφού ακόμα δεν έχει απλώσει το κύπελο να δεχτεί το κέρμα.
"Τέλος"
"Τι δουλειά, κυρία;"
"Είμαι δασκάλα."
Το βλέμμα του φωτίζετε κι άλλο.
"Τραγουδάτε στο σχολείο, κυρία;" με ρωτά και δέχεται επιτέλους το κέρμα.
Τον κοιτάζω προσεκτικά. Ένα μελαχροινό παλικαράκι, γελαστό, πρόσχαρο, σε ξένο μέρος, με του κόσμου τα προβλήματα με ρωτάει αν τα παιδιά στο σχολείο τραγουδούν. Η απάντηση δεν ανεβαίνει στα χείλη μου.
Το πράσινο ανάβει. Πάω να ξεκινήσω.
"Αν τραγουδάτε, όλα θα παν καλά, κυρία." με καθησυχάζει, χωρίς να μου πει ευχαριστώ. Μου στέλνει μόνο ένα τελευταίο χαμόγελο κι εγώ φεύγω να πάω να μαγειρέψω το φαγητό το οποίο μάλλον δε θα χρειαστώ, αφού τα δικά μου παιδιά (λίγο μεγαλύτερα από εκείνον)κατά πάσα πιθανότητα θα προτιμήσουν και σήμερα να φάνε με την παρέα τους σε καμιά ταβέρνα ή σε κανένα από τα φημισμένα ουζερί της Λάρισας.
Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010
Μεγάλα όνειρα
Ήμουν δασκάλα τους πριν από πολλά πολλά χρόνια. Πρόσφατα με ανακάλυψαν στο Face Book και μου έστειλαν αυτή τη φωτογραφία.
Θυμόμουν ονόματα, θυμόμουν πρόσωπα, θυμόμουν στιγμές που περάσαμε μαζί. Κοιτάζω τα πρόσωπά τους στην παλιά φωτογραφία και διαβάζω τα όνειρα που έκαναν τότε, στην ηλικία των 10 ετών. Είναι περίεργο το πόσο καλά θυμάμαι τα όνειρά τους. Ίσως εγώ να πίστεψα περισσότερο από τους ίδιους σε εκείνα τα ονειρα, να ευχήθηκα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να τα πραγματοποιήσουν.
Κοιτάζω τα πρόσωπά τους στις πρόσφατες φωτογραφίες, αυτές που ανέβασαν στο προφιλ και προσπαθώ με αγωνία να μαντέψω πως είναι σήμερα η ζωή τους. Βλέπω ότι ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους, ότι είναι πλεον επαγγελματίες αλλά... δε στέκομαι εκεί.
Είχαν ένα στόχο τότε και εγώ έπρεπε να τους οδηγήσω σ' αυτόν. Κι εκείνοι έπαιρναν βαθιές ανάσες και έτρεχαν, έτρεχαν με όλη τους τη δύναμη, αυτή τη δύναμη των παιδικών χρόνων. Δεν τους είχα πει ότι ο δρόμος δεν τελειώνει με την ολοκλήρωση των σπουδών, με την απόκτηση ενός πτυχίου. Ένα βήμα κάθε φορά έλεγα μέσα μου. Δεν ήθελα να τους αποθαρρύνω.
Δεν τους είχα αποκαλύψει ότι πρέπει να αγωνίζονται σκληρά σ'όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Προσπάθησα ωστόσο να τους μάθω τον τρόπο να αγωνιζονται.
Θα ήθελα να ξέρω αν ανακάλυψαν μόνοι τους πως η χαρά της ζωής βρίσκεται σ' αυτόν ακριβώς τον αγώνα και στη δυνατότητα να μπορούν να ονειρευονται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Και τους εύχομαι τα ονειρά τους να είναι ακόμα μεγάλα, όπως ήταν παλιά.
Θυμόμουν ονόματα, θυμόμουν πρόσωπα, θυμόμουν στιγμές που περάσαμε μαζί. Κοιτάζω τα πρόσωπά τους στην παλιά φωτογραφία και διαβάζω τα όνειρα που έκαναν τότε, στην ηλικία των 10 ετών. Είναι περίεργο το πόσο καλά θυμάμαι τα όνειρά τους. Ίσως εγώ να πίστεψα περισσότερο από τους ίδιους σε εκείνα τα ονειρα, να ευχήθηκα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να τα πραγματοποιήσουν.
Κοιτάζω τα πρόσωπά τους στις πρόσφατες φωτογραφίες, αυτές που ανέβασαν στο προφιλ και προσπαθώ με αγωνία να μαντέψω πως είναι σήμερα η ζωή τους. Βλέπω ότι ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους, ότι είναι πλεον επαγγελματίες αλλά... δε στέκομαι εκεί.
Είχαν ένα στόχο τότε και εγώ έπρεπε να τους οδηγήσω σ' αυτόν. Κι εκείνοι έπαιρναν βαθιές ανάσες και έτρεχαν, έτρεχαν με όλη τους τη δύναμη, αυτή τη δύναμη των παιδικών χρόνων. Δεν τους είχα πει ότι ο δρόμος δεν τελειώνει με την ολοκλήρωση των σπουδών, με την απόκτηση ενός πτυχίου. Ένα βήμα κάθε φορά έλεγα μέσα μου. Δεν ήθελα να τους αποθαρρύνω.
Δεν τους είχα αποκαλύψει ότι πρέπει να αγωνίζονται σκληρά σ'όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Προσπάθησα ωστόσο να τους μάθω τον τρόπο να αγωνιζονται.
Θα ήθελα να ξέρω αν ανακάλυψαν μόνοι τους πως η χαρά της ζωής βρίσκεται σ' αυτόν ακριβώς τον αγώνα και στη δυνατότητα να μπορούν να ονειρευονται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Και τους εύχομαι τα ονειρά τους να είναι ακόμα μεγάλα, όπως ήταν παλιά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)