«Αντωνία,
άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα, αφήσαμε πίσω τη λασπωμένη πατρίδα. Μπήκαμε στη
χώρα της μπύρας και των αλλαντικών, και ορκίζομαι πως, με το πρώτο μάρκο που θα
πιάσω, θα ετοιμάσω δέμα για τους δικούς μας. Σε τρία χρόνια υποσχέθηκα της
μάνας μου να γυρίσω με τσέπες γεμάτες. Με πιστεύετε;» με επαναφέρει στο σήμερα
ο Λευτέρης.
Η πίστη του με παρασέρνει, βιάζομαι να φύγω και να ξεφύγω.»
Στις 30 Μαρτίου 1960 υπογράφεται το γερμανοελληνικό σύμφωνο
εργατών, σύμφωνα με το οποίο προσκεκλημένοι και φιλοξενούμενοι εργάτες από
την Ελλάδα οι γκασταρμπάιτερ δηλαδή, φεύγουν επισήμως να δουλέψουν στην τότε
Δυτική Γερμανία σε αυτοκινητοβιομηχανίες, χυτήρια, εργοστάσια πορσελάνης και
φαρμάκων. Η συμφωνία αυτή κράτησε για δεκαπέντε κυρίως χρόνια, μέχρι το
1975. Μόνο στην αρχή 400 000 νέοι, η
αφρόκρεμα του ελληνικού εργατικού δυναμικού, αφήνει πίσω τη λασπωμένη πατρίδα,
την πατρίδα που αιμορραγεί μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο και
φεύγουν για να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανεργία. Το μοναδικό τους εφόδιο
τα όνειρα και η ελπίδα. Οι περισσότεροι προέρχονται από αγροτικό περιβάλλον.
Γκασταρμπάιτερ, προερχόμενοι από τη Μακεδονία οι ήρωες του
βιβλίου της Έλενας Αρτζανίδου, οκτώ ζευγάρια και η Αντωνία φτάνουν το 1964 στο
Βαλντσάσεν με σκοπό να δουλέψουν σε εργοστάσιο πορσελάνης. Με τρένο ως τον
Πειραιά και μετά με ένα σαπιοκάραβο, το Κολοκοτρώνης ως το Πρίντεζι κι από εκεί
με αμαξοστοιχία πάλι ως τη Γερμανία. Εγκαθίστανται
σε «χάιμ» σπίτια με πολλά δωμάτια, (ένα για κάθε ζευγάρι) κουζίνα και μπάνιο
κοινό που βρίσκονταν κοντά στο χώρο εργασίας.
Πίσω στην πατρίδα μένει εγκλωβισμένος ο Χάρης, σύζυγος της
Αντωνίας περιμένοντας να πάρει το πολυπόθητο χαρτί κοινωνικών φρονημάτων ώστε
να εξασφαλίσει την άδεια αναχώρησης για τη Γερμανία όπου θα συναντήσει τη
γυναίκα του.
Κύριοι ήρωες του βιβλίου η Αντωνία και ο Χάρης. Γύρω τους η
Λένα με τον Λευτέρη, η Ελευθερία με τον Αρίστο, ο Φίλιππος και άλλοι μετανάστες,
οι γονείς και συγγενείς του ζευγαριού. Μια κοινωνία που ως χθες φάνταζε
εξωπραγματική, μια κοινωνία που κινείται μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια αλλά
ονειρεύεται και ελπίζει κάτω από τους ήχους των τραγουδιών του Καζαντζίδη.
Σήμερα η Ελλάδα ετοιμάζεται για μια νέα μετανάστευση, ίσως με διαφορετικά
χαρακτηριστικά αλλά με τον ίδιο σκοπό. Την καλυτέρευση της ζωής των νέων
ανθρώπων. Για το λόγο αυτό το βιβλίο της Έλενας Αρτζανίδου γίνεται κατά έναν
περίεργο τρόπο επίκαιρο, αφού η ιστορία κάνει κύκλους και επανέρχεται πολλές
φορές φέρνοντας στο προσκήνιο ξεχασμένους εφιάλτες.
Δύο είναι οι βασικοί μυθιστορηματικοί πόλοι του βιβλίου που
φωτίζουν δυο παράλληλους κόσμους. Αυτόν στη χώρα υποδοχής των μεταναστών τη Γερμανία και τον άλλο στην χώρα προέλευσης
την Ελλάδα των πολιτικών αναταράξεων, του εθνικού διχασμού, της δύσκολης
οικονομικής κατάστασης. Έτσι δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να κάνει
συσχετισμούς, να δει τα αίτια και τα αποτελέσματα, να βγάλει τα συμπεράσματά
του.
Στον πρώτο πρωταγωνιστεί ο εσωτερικός κόσμος της Αντωνίας. Με
πρωτοπρόσωπη κάποιες φορές γραφή, που μετατρέπεται αργότερα σε τριτοπρόσωπη η
συγγραφέας επιτυγχάνει να φέρει τον αναγνώστη βαθιά μέσα στο συναισθηματικό
κόσμος της ηρωίδας αλλά και να περιγράψει τις συνθήκες ζωής στο χάιμ και το
εργοστάσιο. Οι αναδρομές που γίνονται μέσα από τις άκρως συγκινητικές αναφορές της
Αντωνίας, φέρνουν στο προσκήνιο τους
λόγους της μετανάστευσης, και την προσωπική της ιστορία που σε κάποια
σημεία αγγίζουν τα όρια της τραγωδίας. Η συγγραφέας ωστόσο καταφέρνει και δίνει
στην ηρωίδα τη μορφή της αγωνίστριας προτάσσοντας τη δύναμη της ψυχής και τη
θέληση για ζωή. Καταλυτικό ρόλο παίζει ο έρωτας, ένας έρωτας πραγματικός, ανάμεσα
σε πολλά εμπόδια, μια αγάπη αληθινή που δίνει
κουράγιο και υπερνικά τις δυσκολίες, βάζει στόχους, υπομένει και προχωρά
να κατακτήσει την πραγματική ευτυχία. Για
την ηρωίδα του βιβλίου τίποτα δε θεωρείται δεδομένο. Οι στόχοι της είναι
μικροί. Θέλει μια ενωμένη οικογένεια, υγεία, ένα μικρό εισόδημα που να της
εξασφαλίζει τα βασικά, ηρεμία, εκπαίδευση και φροντίδα για το παιδί της. Ζει για μήνες χωρίς έστω ένα μήνυμα από τον
αγαπημένο της κι όμως παλεύει. Οι παράλληλοι ρόλοι της ως εργαζόμενη και μητέρα
τη φέρνουν μπρος σε απόγνωση αλλά δεν το βάζει κάτω, Προχωρά με το κεφάλι ψηλά,
προσαρμόζεται, συνεργάζεται με ξένους, στηρίζει φίλους που έχουν ανάγκη,
στέλνει μέρος από το μικρό της εισόδημα στην οικογένειά της που είναι πίσω στην
πατρίδα. Αν όλα αυτά δε χαρακτηρίζονται από γενναιότητα πως αλλιώς θα μπορούσαν
να χαρακτηριστούν.
Δίπλα στην Αντωνία ο Λευτέρης και η Λένα για να δείξουν ότι η
επιτυχία, δυστυχώς, δεν εξαρτάται μόνο από την προσωπική προσπάθεια και πως όλα
τα παραμύθια δεν έχουν ευτυχές τέλος. Φτάνουν στην πηγή να πιουν νερό και τότε
εκείνη στερεύει, ο ήλιος χάνεται.
Από την άλλη μεριά ο Αρίστος και η Ελευθερία, ανήμποροι να
διαχειριστούν σωστά τις ζωές τους μέσα στο νέο περιβάλλον, προβάλλουν και
αναδεικνύουν τις παγίδες που περίμεναν τους γκασταρμπάιτερς στη νέα τους ζωή.
Και ανάμεσα στους μετανάστες οι φιγούρες των Γερμανών, των
απλών Γερμανών πολιτών που στέκονται πολλές φορές διπλά στους γκασταρμπάιτερ,
συμπάσχοντας με τα προβλήματά τους.
Πίσω στην πατρίδα ο Χάρης. Η ζωή του χαρακτηρίζεται από την αδικία του τότε
κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Μέσα από την ιστορία του η Έλενα Αρτζανίδου
παρουσιάζει τα αποτελέσματα του διχασμού, περιγράφει την κατάσταση της
μεταπολεμικής Ελλάδας, δίνει τα χαρακτηριστικά της χούντας των συνταγματαρχών.
Ο Χάρης αγωνίζεται για να παντρευτεί την Αντωνία, την κερδίζει, τη χάνει με την
αναχώρησή της στη Γερμανία, για λίγο ενώνονται στο Βαλντσάσεν και πάλι χωρίζουν
αφού εκείνος κατά την περίοδο της επταετίας, βρίσκεται έγκλειστος για μια ακόμη
φορά στις φυλακές του επταπυργίου εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Και
εδώ η συγγραφέας γίνεται συγκλονιστική, αφού τονίζει τον αγώνα που γίνεται από
τους φυλακισμένους να κρατήσουν το ηθικό τους υψηλό παρά τους εξευτελισμούς, να
παράγουν σημαντικό έργο με την ίδρυση σχολείου μέσα στις φυλακές και παράλληλα
να προσπαθούν να στείλουν τα πολιτικά τους μηνύματα στον έξω κόσμο.
Σημαντική φιγούρα στο περιβάλλον της πατρίδας ο πατέρας της
Αντωνίας που στηρίζει τον έρωτα και το γάμο της κόρης του, παρά τις πολιτικές
διαφορές που έχει με το Χάρη, μη διστάζοντας να θυσιάσει τα πάντα για την
ευτυχία της. Είναι ο ήρωας που δείχνει ότι όσα ένωναν και ενώνουν τους
ανθρώπους είναι πολύ περισσότερα από εκείνα που τους χωρίζουν και πως η αγάπη,
όταν είναι αληθινή, δεν καταλαβαίνει από εμπόδια. Δεν θα μπορούσα παρά να κάνω αναφορά και σε
έναν άλλον χαρακτήρα, εκείνον του χωροφύλακα που αντιπροσωπεύει τον
καταχρηστικό ρόλο της εξουσίας με όλα τα προβλήματα που δημιουργεί στον περίγυρο.
-
Μέχρι στιγμής γνωρίζαμε την Έλενα Αρτζανίδου από τα παιδικά
της βιβλία για τα οποία αν έπρεπε κάποιος να μιλήσει θα μπορούσε να το κάνει
για ώρες. Κατατάσσεται σε μια νέα γενιά συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας, έχει
καταπιαστεί με σύγχρονα θέματα και κατάφερε να αγγίξει τις καρδιές των
σημερινών παιδιών. Το βιβλίο που παρουσιάζουμε εδώ είναι το δεύτερο βιβλίο
της για ενήλικες. Έχει παραδεχτεί ότι η ιστορία είναι αληθινή και επηρεασμένη από
προσωπικά βιώματα, αφού η ίδια γεννήθηκε στη Γερμανία από μετανάστες γονείς.
Ωστόσο δεν έμεινε στην καταγραφή γεγονότων αλλά με τη δική της πινελιά μπαίνει
βαθιά στο εσωτερικό της υπόθεσης, δίνει με εικόνες και ζωντανούς διαλόγους όσα
κρύβονται πίσω από αυτά, αναγκάζει τον αναγνώστη να ζήσει την αγωνία των ηρώων
και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Από προσωπική εμπειρία μπορώ να πω ότι συγγραφείς οι οποίοι
ξεκίνησαν την καριέρα τους από την παιδική λογοτεχνία, δεν μπορούν παρά να
χρησιμοποιήσουν λόγο λιτό, μεστό, χωρίς υπερβολικά στολίδια και λογοτεχνικές εξάρσεις. Σ’ αυτούς
ανήκει και η Έλενα Αρτζανίδου. Η αμεσότητα και η ειλικρίνεια χαρακτηρίζουν τη
γραφή της, η πολυλογία και οι
κουραστικές περιγραφές δεν έχουν θέση στο βιβλίο της.
Η λογοτεχνία σήμερα στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο,
κατά τη γνώμη μου, διαπραγματεύεται περισσότερο θέματα επιφανειακά, τέτοια που
δεν σκοτίζουν τον αναγνώστη και βασικό στόχο έχουν την εμπορικότητα. Είναι ένα
φαινόμενο που έχει σχέση με τον τρόπο ζωής που μας έχει επιβάλει το λάιφ στάιλ
της τηλεόρασης και γενικότερα των μαζικών μέσων ενημέρωσης. Είναι λίγοι εκείνοι
οι συγγραφείς που καταπιάνονται με θέματα ποιότητας, θέματα που προβληματίζουν,
που έχουν να πουν κάτι σημαντικό. Το βιβλίο της Έλενας Αρτζανίδου ανήκει στη
δεύτερη κατηγορία.
Το βιβλίο πέρα από τη φυγή των μεταναστών και τη ζωή τους
στην ξενιτειά καταπιάνεται με διαχρονικά θέματα όπως ο έρωτας, η φιλία, ο
θάνατος, οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια, η προσπάθεια για επιβίωση σε δύσκολες συνθήκες. Θέματα που ταλανίζουν από
αρχής κόσμου τον άνθρωπο, όπου ο καθένας από μας μπορεί να αναγνωρίσει πτυχές
από τη ζωή του μέσα σ’ αυτά. Ωστόσο αν έπρεπε να σταθώ στην ιδεολογία, αν
έπρεπε να δώσω τα μηνύματα που στέλνει η Έλενα Αρτζανίδου μέσα από το βιβλίο θα
στεκόμουν σε δυο σημεία. Την ανάγκη που έχει ο άνθρωπος, περνώντας μέσα από
δύσβατα μονοπάτια, να συνεχίσει να προχωρά με αισιοδοξία στη ζωή, να παλεύει
και να αγωνίζεται για ένα καλύτερο μέλλον και τα προβλήματα που συχνά
δημιουργήθηκαν στην πατρίδα μας από τη διχόνοια η οποία πολλές φορές μέσα στην
ιστορία ταλαιπώρησε το λαό μας. Διαβάζοντας το βιβλίο της Έλενας Αρτζανίδου και
βιώνοντας κι εγώ όπως όλοι σας τα προβλήματα της σημερινής οικονομικής κρίσης,
αυθόρμητα είπα μέσα μου. Ας είμαστε όλοι ενωμένοι κι ας παλέψουμε. Έζησαν σε
τούτα τα χώματα άνθρωποι που είδαν και χειρότερα προβλήματα. Ας τους έχουμε για
παράδειγμα να αγωνιστούμε και όλοι μαζί, χέρι με χέρι να βγούμε από αυτό το
δύσκολο τούνελ που έτυχε εμπρός μας. Όλοι μαζί, ενωμένοι.
Κλείνοντας θέλω να ευχηθώ κάθε επιτυχία στο βιβλίο, κουράγιο
και δημιουργικότητα στην Έλενα Αρτζανίδου ώστε να συνεχίσει το έργο της και να
μας χαρίζει, σε μεγάλους και παιδιά τόσο όμορφα ταξίδια.
Γιώτα Φώτου
1 σχόλιο:
Σε ευχαριστώ πολύ Γιώτα!
Δημοσίευση σχολίου